Παράλληλα, τα τουρκικά drones είναι από τα πλέον φημισμένα στον κόσμο, δοκιμασμένα σε συνθήκες πολέμου, ενώ ακόμη και οι Aμερικανοί φέρεται να έχουν ζητήσει συνεργασία στον συγκεκριμένο τομέα. Τα εν λόγω μη επανδρωμένα αεροσκάφη είχαν συμμετοχή, και μάλιστα καταλυτική, τόσο στον πόλεμο μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν γύρω από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όσο και στις επιχειρήσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο το Κίεβο όσο και η Μόσχα εκδήλωσαν την επιθυμία συμπαραγωγής με την Αγκυρα των περιώνυμων Bayraktar. Ασφαλώς και άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ, έχουν αναπτύξει πολύ προηγμένα drones αλλά και αντι-drone συστήματα, όμως τα τουρκικά αποτελούν ακόμη σημείο αναφοράς για αρκετές χώρες, οι οποίες αγοράζουν ή προτίθενται να αγοράσουν από αυτά. Κυκλοφορεί και η πληροφορία τις τελευταίες εβδομάδες πως η Σαουδική Αραβία πιθανόν να χρηματοδοτήσει σχέδιο συμπαραγωγής τους μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Την ίδια στιγμή η τελευταία είναι από τα πλέον, αν όχι το πιο πρόθυμο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ για να συνδράμει αποστολές της Συμμαχίας, είναι ικανή να παρατάσσει, και μάλιστα στην πρώτη γραμμή, σημαντικό αριθμό στρατιωτών, αν και για λόγους ασφαλείας είναι σε θέση να χρησιμοποιεί, όπου απαιτείται, μισθοφόρους, προερχόμενους ακόμη και από τζιχαντιστικές ομάδες, για την προώθηση των θέσεών της κυρίως στην αφρικανική ήπειρο.
Για περίπου 15 χρόνια, απέναντι σε αυτή την ολοένα και πιο δυσμενή για εμάς κατάσταση, λόγω της οικονομικής κρίσης, των ελεγχόμενων για σκάνδαλα πολλαπλών συμβάσεων προμήθειας αμυντικού εξοπλισμού που φρέναραν υπουργούς και υπηρεσιακούς παράγοντες από την ανάληψη της ευθύνης νέων αγορών, αλλά και ενός σχετικού εφησυχασμού, απόρροια της ψευδαίσθησης ότι εφόσον η Τουρκία δεν εκμεταλλεύτηκε τα δύσκολα χρόνια των μνημονίων για να επιχειρήσει να ανατρέψει το status quo, ο αναθεωρητισμός της ήταν εντέλει περισσότερο πομφόλυγες παρά πράξεις, όχι μόνο αποδυναμώσαμε αισθητά την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, αλλά και συρρικνώσαμε δραματικά τις αγορές και τον εκσυγχρονισμό υλικού και συστημάτων. Αυτή η συνθήκη προφανώς επηρέασε και το ηθικό των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και ασφαλώς την αποτρεπτική μας ικανότητα. Οταν όμως διαπιστώθηκε το άνοιγμα της ψαλίδας με τον ανατολικό μας γείτονα και καθώς μετεξελισσόταν η «Γαλάζια Πατρίδα» από θεώρημα σε αναθεωρητικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής, μετά τα γεγονότα στον Εβρο τον Μάρτιο του 2020, τα οποία ακολούθησε η μεγαλύτερη κρίση στις σχέσεις μας τον 21ο αιώνα στην ευρύτερη περιοχή του Καστελλορίζου λόγω των σεισμικών ερευνών του «Ορούτς Ρέις», η Αθήνα προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα. Η Τουρκία είχε ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση, ο πρόεδρός της επαναλάμβανε την ανάγκη για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ η συνεχής ισλαμοποίηση και απόκλιση από τη Δύση δημιουργούσε την ανησυχία ότι η Τουρκία συν τω χρόνω θα γινόταν όλο και πιο απρόβλεπτη. Στο μεσοδιάστημα, βέβαια, η τουρκική ηγεσία είχε κάνει το κολοσσιαίο λάθος εξαγοράς του εξαιρετικού κατά τα άλλα ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400, γεγονός που την εκτόπισε από το πρόγραμμα των F-35, στο οποίο μάλιστα ήταν συμπαραγωγός. Οπωσδήποτε, αν η Τουρκία σήμερα διέθετε τα 5ης γενιάς πολεμικά αεροσκάφη, θα βρισκόταν σε πλεονεκτική και όχι μειονεκτική –όπως συμβαίνει– θέση έναντί μας. Στον περιορισμό των αμυντικών δυνατοτήτων της Αγκυρας προφανώς συνέβαλαν και οι χιλιάδες διώξεις που ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016, αλλά και συνολικά οι εκφοβιστικές μέθοδοι του καθεστώτος Ερντογάν και η παράκαμψη της ιεραρχίας στη βάση της τοποθέτησης των πιο πιστών και όχι απαραίτητα των πιο ικανών στελεχών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Στη θάλασσα, όπου υπολειπόμαστε της Τουρκίας σε μονάδες και μέγεθος, αιχμή του δόρατος για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν οι τέσσερις Belharra, οι οποίες σε αντιστοιχία θεωρούνται κάτι σαν 5ης γενιάς φρεγάτες.
Η ελληνική πλευρά όχι μόνο κάλυψε το χαμένο έδαφος, αλλά με τις αγορές των τελευταίων ετών (Rafale) απέκτησε υπεροχή στον αέρα που αναμένεται να διατηρηθεί, αν όχι να διευρυνθεί με την προμήθεια F-35 (εξαρτάται από το αν θα παραμείνει εκτός νυμφώνος η Αγκυρα), ενώ στη θάλασσα, όπου υπολειπόμαστε της Τουρκίας σε μονάδες και μέγεθος, αιχμή του δόρατος για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν οι τέσσερις Belharra, οι οποίες σε αντιστοιχία θεωρούνται κάτι σαν 5ης γενιάς φρεγάτες, που όμοιές τους δεν κατέχει κανένα κράτος της περιοχής. Αποκτούμε έτσι για το προβλεπτό μέλλον ένα ισχυρό ποιοτικό πλεονέκτημα, το οποίο συνυπολογίζεται από μια χώρα, την Τουρκία, που παραδοσιακά σέβεται τη στρατιωτική ισχύ. Δεδομένα, πέραν της αμυντικής μας θωράκισης/αποτρεπτικής ικανότητας, οι θαλάσσιοι διάδρομοι ενδιαφέρουν για πολλούς λόγους τη χώρα μας, είτε πρόκειται για τη συμμετοχή μας σε διεθνείς αποστολές, και μάλιστα με πρωταγωνιστικό ρόλο, είτε για τη συμβολή μας στην προστασία των μεταφορών και του εμπορίου (μελλοντικά και του IMEC), μεγάλο μέρος των οποίων άλλωστε διεξάγεται από τον ελληνικό εφοπλισμό, είτε έχουν να κάνουν με την προάσπιση υποδομών, ηλεκτρικών διασυνδέσεων και πάσης φύσεως ενεργειακών σχεδίων. Εξίσου σημαντική είναι η ισχύς μας στη θάλασσα για την κατοχύρωση υφιστάμενων και νέων συμφωνιών οριοθέτησης ΑΟΖ αλλά και για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")