Παρότι το προηγούμενο διάστημα, και ειδικότερα κατά την τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ τον Οκτώβριο, είχε καλλιεργηθεί η εικόνα ότι το ζήτημα αποτελεί άμεση προτεραιότητα καθ ς συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής, οι πολιτικές συνθήκες οδηγούν σε αναβολή των τελικών αποφάσεων. Οι παρατεταμένες κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου, στις οποίες το ενεργειακό κόστος κατέχει κεντρική θέση ανάμεσα στα αιτήματα, περιορίζουν τα περιθώρια για ταυτόχρονες παρεμβάσεις υπέρ της βιομηχανίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σκοπεύει να αξιοποιήσει το διάστημα που μεσολαβεί έως την αποκλιμάκωση της έντασης με τους αγρότες, προκειμένου να ενισχύσει τον διάλογο με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υφυπουργός Νίκος Τσάφος προγραμματίζει κύκλο επαφών με βιομηχανικούς φορείς και επιχειρηματικές οργανώσεις από τα μέσα Ιανουαρίου, με στόχο τη συλλογή παρατηρήσεων και προτάσεων σχετικά με το σχέδιο που έχει ήδη υποβληθεί προς έγκριση στη DGcomp.
Η επιδίωξη του κυβερνητικού επιτελείου είναι να καταλήξει σε ένα συνεκτικό πακέτο παρεμβάσεων, το οποίο θα συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή από τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Το πακέτο αυτό, αφού οριστικοποιηθεί, αναμένεται να λάβει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και θα προωθηθεί για ψήφιση στη Βουλή. Βασικό σημείο αναφοράς αποτελεί το λεγόμενο «ιταλικό μοντέλο», προσαρμοσμένο όμως στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στα δημοσιονομικά όρια της οικονομίας.
Με βάση τις ίδιες πηγές, οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις που θα συμμετάσχουν στο σχήμα θα επιδοτούνται για περίπου το 30% της κατανάλωσής τους σε βάθος τριετίας, ποσοστό αισθητά χαμηλότερο από αυτό που είχε προτείνει ο ΣΕΒ. Για το τμήμα αυτό της κατανάλωσης θα εξασφαλίζεται σταθερή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας κοντά στα 55 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ η διαφορά από τη μέση τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς θα καλύπτεται μέσω ειδικού μηχανισμού. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι επιχειρήσεις θα επιστρέφουν την ενίσχυση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αξιοποιώντας την παραγωγή ενέργειας από νέα φωτοβολταϊκά έργα που θα αναπτύξουν.
Παράλληλα, εξετάζεται η ενίσχυση των αποζημιώσεων για το κόστος εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με αύξηση του ποσοστού που προέρχεται από τα έσοδα των δημοπρασιών δικαιωμάτων ρύπων. Το συνολικό δημοσιονομικό αποτύπωμα των μέτρων υπολογίζεται περίπου στα 150 εκατ. ευρώ.
Θετικές προοπτικές δημιουργεί, τέλος, η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του ETS. Η διεύρυνση των επιλέξιμων κλάδων και η αύξηση της έντασης των ενισχύσεων ενισχύουν τις πιθανότητες θετικής αξιολόγησης της ελληνικής πρότασης, ενώ παράλληλα τίθενται αυστηρότερες υποχρεώσεις για επενδύσεις που στηρίζουν την πράσινη μετάβαση και τη μείωση του κόστους του ηλεκτρικού συστήματος.