Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) δεν μειώνονται σύμφωνα με τους στόχους, η κατανάλωση ενέργειας παραμένει ελαφρά αυξανόμενη, παρά τις προσπάθειες εξοικονόμησης, και η χρήση ορυκτών καυσίμων δεν υποχωρεί. Μέχρι τώρα οι πολιτικές της Ε.Ε. δεν έχουν αναστρέψει την πορεία προς την κλιματική κρίση και τα αποτελέσματά τους περιορίζονται στην πολύ μεγάλη παρουσία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην παραγωγή ηλεκτρισμού.
Εντοπίζουμε ορισμένα βασικά στοιχεία που εξηγούν την αστοχία: Οι γιγαντιαίες επενδύσεις σε ΑΠΕ δεν συνοδεύτηκαν από την αναβάθμιση και επέκταση των ηλεκτρικών δικτύων και των υποδομών αποθήκευσης για την ενίσχυση της ευστάθειας του συστήματος. Ετσι, η αξιοποίηση του πράσινου ενεργειακού δυναμικού είναι ατελής. Η διακοπή της χρήσης ορυκτών καυσίμων (π.χ. απολιγνιτοποίηση) και του ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια δεν συγχρονίστηκαν με τους ρυθμούς ανάπτυξης των ΑΠΕ, απειλώντας την ενεργειακή ασφάλεια και έχουν μερικώς αναστραφεί. Το πολύπλοκο, σχεδόν ασφυκτικό για τις επιχειρήσεις πλέγμα περιβαλλοντικών κανονισμών (π.χ. TAXONOMY, CBAM, CO2, CSRD) συγκράτησε τις επενδύσεις, συνεισέφερε στην αύξηση του ενεργειακού κόστους και φρέναρε την ανταγωνιστικότητα. Το Target Model στον ηλεκτρισμό δεν αντανακλά σωστά το μακροπρόθεσμο κόστος της ενέργειας και, σε συνδυασμό με την ατελή ρύθμιση των αγορών, δίνει λάθος σήματα σε επενδυτές και καταναλωτές. Τέλος, η περιορισμένη διασυνδεσιμότητα των δικτύων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου συντηρεί σημαντικές διαφορές τιμών στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Oλα αυτά τα προβλήματα αναδείχθηκαν περισσότερο εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων μετά το 2022, κυρίως στην Ουκρανία αλλά όχι μόνο, που μείωσαν την ενεργειακή ασφάλεια της Ε.Ε. και αύξησαν το κόστος του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού.
Πέντε είναι οι άξονες μιας ολιστικής, εσωτερικά συνεπούς αναπτυξιακής, ενεργειακής και περιβαλλοντικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Πρώτον, η διατύπωση σαφών και πλήρως συντονισμένων πολιτικών για την επάρκεια και βιωσιμότητα της ενέργειας σε προσιτό κόστος. Δεύτερον, η δημιουργία νέων μηχανισμών εφαρμογής των πολιτικών και αναβάθμιση των υπαρχόντων, για τις αγορές ηλεκτρισμού, τη διαχείριση των δικτύων, τις προμήθειες ορυκτών καυσίμων και τα σημεία εισόδου ενέργειας στην Ε.Ε. με συνεχή εποπτεία και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Τρίτον, η εγκατάλειψη παλαιότερων τεχνολογιών, η ανάπτυξη και η χρήση νέων θα πρέπει να στηρίζονται σε σαφή οικονομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια κι όχι σε προκαταλήψεις ή πολιτικούς τακτικισμούς στο όνομα της καινοτομίας ή της δήθεν περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η αναγνώριση και διαχείριση των κινδύνων αποσυγχρονισμού μεταξύ «παλιάς» και «νέας» ενέργειας, που μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις χειρότερες από αυτήν της Ιβηρικής Χερσονήσου το περασμένο καλοκαίρι. Τέταρτον, οι τεράστιες επενδύσεις για τη μετάβαση πρέπει να τοποθετηθούν σωστά στον χρόνο, για να αίρουν περιορισμούς και στενώσεις, να αποκαθιστούν ελλείψεις και να στηρίζουν το οικονομικό όφελος των επόμενων επενδύσεων, ώστε να συμβάλλουν ουσιαστικά στην ασφάλεια και τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Τέλος, η χρησιμοποίηση ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων, κατάλληλων για μακρούς χρονικούς ορίζοντες και χαμηλές χρηματοοικονομικές αποδόσεις, είναι αναγκαία. Ευρωπαϊκά κεφάλαια, αντλούμενα με κοινό δανεισμό, θα αποβούν κρίσιμα στο ξεκίνημα πολλών πρωτοβουλιών και έργων υψηλού αναμενόμενου κινδύνου ή χαμηλής χρηματοοικονομικής απόδοσης, προκειμένου να προσελκυστούν τα απαραίτητα ιδιωτικά κεφάλαια.
Για να προχωρήσει η Ε.Ε. σ’ αυτόν τον δρόμο πρέπει να ανοίξει το κεφάλαιο της ενοποίησης της ενεργειακής πολιτικής. Κοινή κατανόηση των μεσοπρόθεσμων γεωοικονομικών δυναμικών, κοινή δράση στην προμήθεια και διανομή της ενέργειας, ισχυρές διασυνδέσεις, ενιαία διαχείριση των κινδύνων και ενσωμάτωση της ενεργειακής ασφάλειας στην κοινή εξωτερική πολιτική αποτελούν βασικά στοιχεία ενοποίησης. Προϋποθέτουν όμως μια γενναία πολιτική απόφαση της ευρωπαϊκής ηγεσίας εξάντλησης των ορίων που επιτρέπουν οι συνθήκες λειτουργίας της Ε.Ε. προς αυτή την κατεύθυνση.
Για να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα η Ε.Ε. την απαραίτητη ενέργεια σε ανεκτό κόστος με τη μικρότερη επίπτωση στο περιβάλλον και να τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξή της χρειάζονται συντονισμένες και αποτελεσματικές προσπάθειες. Το μέγεθος, η παγκόσμια σημασία και η δυνατότητα της Ε.Ε. να κινητοποιεί πόρους είναι μεγάλα πλεονεκτήματα για την εφαρμογή της νέας προσέγγισης, της οποίας η επιτυχία θα αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. και το επίπεδο ζωής των πολιτών της. Και τελικά, η επιτυχής ενεργειακή ενοποίηση μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας ευφυούς πολιτικής διαδικασίας «ομοσπονδοποίησης» της Ε.Ε.
* Η κ. Μαρία Δαμανάκη είναι σύμβουλος για το κλίμα, πρώην επίτροπος Ε.Ε. Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.
(Από την εφημερίδα Η Καθημερινή)