Μάλιστα, όπως έχω ξαναγράψει, η «ενωμένη Ευρώπη» που ξέρουμε γεννήθηκε, ακριβώς, σε μια στιγμή «συναίσθησης κατωτερότητας», μετά την κρίση του Σουέζ, το φθινόπωρο του 1956, όταν οι άλλοτε μεγάλες αποικιακές δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία, υπέστησαν ταπεινωτική ήττα έναντι της Αιγύπτου του Nasser (η οποία) έχει εθνικοποιήσει την ζωτική για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα διώρυγα, με την στρατιωτική τους επέμβαση στην περιοχή, να αποτυγχάνει, ακριβώς γιατί οι ΗΠΑ δεν στήριξαν το εγχείρημα και με άλλους έκτοτε, να αντιλαμβάνονται ότι οι χώρες της Ευρώπης, δεν θα μπορούσαν εφεξής να επιτύχουν μόνες στρατηγικά το οτιδήποτε. Και ήταν αυτό ακριβώς το τραύμα του Σουέζ, που οδήγησε, σε λίγους μήνες μετά (τον Μάρτιο του 1957), στην συνθήκη της Ρώμης και την δημιουργία της τότε ΕΟΚ. Πριν από το Σουέζ, μόνο η Γερμανία ήθελε την ΕΟΚ (δια της οποίας απέβλεπε σε «ολική επαναφορά»), στην Γαλλία όμως και αλλού το πράγμα καρκινοβατούσε για χρόνια και ήταν το Σουέζ, που το άλλαξε αυτό, με την Adenauer, να μιλάει δηκτικά για μια Ευρώπη, που θα γίνει η «εκδίκησή σας!».
Και αυτή η νοητή «εκδίκηση» (δηλαδή η απόκτηση στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ) δεν γέννησε απλώς την ΕΟΚ, αλλά ακριβώς γιατί το Σουέζ είχε τελείως ταπεινώσει την Βρετανία, δημιούργησε μια απρόσμενη φολοευρωπαϊκή στροφή της χώρας, που κατέληξε τελικά, επί Health, στην είσοδο και της Βρεταννίας στην Ευρώπη το 1973 (η οποία θα είχε συμβεί πολύ νωρίτερα, ένα δεν υπήρχαν οι αντιρρήσεις του De Gaulle.) Και φυσικά η εν λόγω «εκδίκηση» παρέμενε μόνο νοητή, γιατί, για την «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης, δεν αρκούσε ούτε η ιδεολογία, ούτε οι συμβολισμοί – πολύ απλά η συγκριτική οικονομική και κυρίως στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ παρέμενε τεράστια (την εποχή του «Ψυχρού Πολέμου» μάλιστα, με την Σοβιετική Ένωση δίπλα της, η Ευρώπη παρέμενε καταδικασμένη στην στρατιωτική εξάρτηση, με το ΝΑΤΟ να αποτελεί την θεσμική της έκφραση.) Αλλά η ίδια κατάσταση παρέμεινε βέβαια και μετά την κατάρρευση του κουμμουνισμού. Απελευθερωμένη από τον βραχνά των Σοβιετικών δίπλα της και καθώς μεγάλωνε οικονομικά και διευρυνόταν, με όλο και περισσότερα μέλη, η ευρωπαϊκή ελίτ, ερωτευμένη πάντοτε με το δέλεαρ της «στρατηγικής αυτονομίας» και την απόκτηση status μεγάλης δύναμης, πήρε μια σειρά καταστροφικών αποφάσεων, τις συνέπειες των οποίων βλέπουμε σήμερα.
Πρώτον ακριβώς, γιατί η ιδέα μιας πολιτικής ένωσης, που θα καταργούσε τα έθνη, ήταν πάντοτε αντιπαθής στους λαούς της, η ευρωπαϊκή ελίτ αποφάσισε να την εκβιάσει, υιοθετώντας (με το Maastricht και αργότερα με συνθήκες, όπως της Λισσαβόνας), αφ’ενός ένα κοινό νόμισμα (αντιστρέφοντας την φυσική πορεία, στην οποία, πριν την νομισματική, υπάρχει οικονομική και δημοσιονομική ένωση) και αφ’ ετέρου (και με άλλοθι το κοινό νόμισμα και την δι’ αυτού «σύγκληση») μια σειρά ολοένα και πιο συγκεντρωτικών θεσμών και πολιτικών, μέσα από την αντιδημοκρατική λειτουργία των οποίων πριμοδοτήθηκαν εξ ίσου αντιδημοφιλείς πολιτικές (όπως σε σχέση με την μετανάστευση).
Δεύτερον, αντί να επενδύσει στην στρατιωτική ισχύ, ώας πρώτη προϋπόθεση «στρατηγικής αυτονομίας», αποφάσισε ότι την άμυνα της θα την εξασφάλιζαν στο διηνεκές οι ΗΠΑ, μέσω ΝΑΤΟ, και ότι οι σχετικοί πόροι ήταν πιο χρήσιμοι στα χέρια της ίδιας της ευρωπαϊκής ελίτ, ώστε να χρηματοδοτεί ένα ολοένα κα πιο διογκούμενο αλλά δημοφιλές «κοινωνικό» κράτος, ξεπλένοντας έτσι την λοιπή ανικανότητά της. Τρίτον, αντί, επίσης, να επενδύσει, στην ενέργεια (πρωτίστως δεν στην πυρηνική), ως δεύτερη προϋπόθεση «στρατηγικής αυτονομίας», αποφάσισε ότι την ενέργεια (και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της) θα την έπαιρνε , «φθηνά», από την Ρωσσία. Και τελικά, με όλες αυτές τις καταστροφικές επιλογές, αντί να γίνει «στρατηγικά αυτόνομη» έγινε πιο εξαρτημένη. Έτσι, όταν η Ρωσσία έκανε την δική της στρατηγική κίνηση στην Ουκρανία, μια αμυντικά αδύναμη και ενεργειακά εξαρτημένη Ευρώπη, αναζήτησε πάλι τις ΗΠΑ. Όταν δε τελικά ο κ. Trump έκανε και αυτός την δική του στρατηγική κίνηση, αποφασίζοντας, ότι προτεραιότητα είναι η Κίνα και ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να βρίσκονται σε μια διαρκή «διάσωση» των (εξ επιλογής) ανήμπορων, βρεθήκαμε στο σήμερα.
Εν τούτοις, όλως παραδόξως, συνέπεια των ανωτέρω, εάν ο κ. Trump, όπως άλλωστε και ο κ. Putin, είναι όντως οι Καβαφικοί βάρβαροι, που λένε, τότε, για την ευρωπαϊκή ελίτ τουλάχιστον, «οι άνθρωποι αυτοί είναι μια κάποια λύσις». Το παράδοξο δηλαδή έγκειται στο γεγονός, ότι οι εξελίξεις αυτές δίνουν σανίδα σωτηρίας σε αυτόν τον παραδοσιακό «ευρωπαϊσμό», που ήθελε «στρατηγική αυτονομία», αλλά δεν είχε ποτέ την ικανότητα να την αποκτήσει. Με άλλη διατύπωση, οι «ευρώ-σκεπτικιστές», στην Ευρώπη ήμασταν Ατλαντιστές, ακριβώς γιατί θέλαμε μια ενιαία «Δύση» και όχι μια ευρώ-Jamahirya. Με τις ΗΠΑ μακριά όμως (και με τον επανεξοπλισμό και την αναζήτηση ενεργειακής αυτονομίας, να οδηγούν, μετά το ευρώ, σε μια οντότητα που θα μοιάζει περισσότερο με κράτος), γίνεται πλέον δυνατή η νεκρανάσταση μιας «φεντεραλιστικής Ευρώπης-ομοσπονδίας», (που αποτελεί ανάθεμα για όσους πιστεύουμε σε μια «Ευρώπη των πατρίδων»), και παράδοξος καταλύτης της νεκρανάστασης αυτής γίνεται πλέον ο κ. Trump!
*Πολιτικός επιστήμων, Πανεπιστήμιο Cambridge