Ωστόσο, η εμπιστοσύνη τους στηρίζεται στην εύθραυστη υπόθεση ότι οι εταιρείες που ενοικιάζουν τις εγκαταστάσεις παραμένουν πιστοληπτικά φερέγγυες. Η κλίμακα είναι τεράστια. Αναλυτές της Morgan Stanley εκτιμούν ότι η παγκόσμια χωρητικότητα των κέντρων δεδομένων θα πρέπει να εξαπλασιαστεί έως το 2035 για να καλύψει τις απαιτήσεις του cloud computing και της τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό μεταφράζεται σε μια εκτιμώμενη επένδυση 3 τρισ. δολαρίων σε υποδομές μεταξύ 2025 και 2028.
Μεγάλο μέρος αυτών των δαπανών χρηματοδοτείται από γίγαντες του cloud computing όπως oι Microsoft, Amazon καιGoogle που επωφελούνται από τεράστιες ταμειακές ροές και ισχυρές πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Ωστόσο, οι νεοεισερχόμενοι στο cloud computing θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύσουν περίπου το 20% της παγκόσμιας αγοράς ενοικίασης μονάδων επεξεργασίας γραφικών (GPU) τεχνητής νοημοσύνης έως το 2030, υπολογίζει η Goldman Sachs. Οι πιέσεις στους ισολογισμούς τους φαίνονται ήδη. Νέοι προμηθευτές όπως οι CoreWeave και Νebius, που συχνά αναφέρονται ως «neo-clouds», είναι οι μεσάζοντες στον «χρυσό πυρετό» της τεχνητής νοημοσύνης. Μισθώνουν κέντρα δεδομένων, τα γεμίζουν με συμπλέγματα GPU και στη συνέχεια τα ενοικιάζουν σε μεγάλους τεχνολογικούς ομίλους αλλά και startup ΑΙ με χρηματοδότηση από venture capital. Η άνοδος των «neo-clouds» έχει αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο γύρω από τους προγραμματιστές που κατασκευάζουν κέντρα δεδομένων. Οι μηχανισμοί χρηματοδότησης αφήνουν ελάχιστα περιθώρια σφάλματος. Οι κατασκευαστές πληρώνουν για το κόστος κατασκευής με ένα μείγμα κοινών μετοχών και σημαντικών ποσών χρέους από τράπεζες και ιδιωτικούς πιστωτές. Οι επενδυτές σε υποδομές συχνά παρέχουν προνομιούχες μετοχές ή ενδιάμεσα κεφάλαια πάνω από τις κοινές μετοχές, κερδίζοντας σταθερές αποδόσεις. Ο υπολειπόμενος κίνδυνος βαρύνει τον κατασκευαστή και, τελικά, τους πιστωτές του.
Τα neo-cloud που ενοικιάζουν τα κέντρα δεδομένων μειώνουν τον κίνδυνο υπογράφοντας συμβάσεις «take-or-pay» με τους μεγαλύτερους πελάτες τους, διασφαλίζοντας ότι θα λαμβάνουν την πληρωμή ανεξάρτητα από το αν η χωρητικότητα χρησιμοποιείται πλήρως ή όχι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια χρονική αναντιστοιχία. Ενώ οι συμβάσεις με τους πελάτες συνήθως έχουν διάρκεια 4-5 ετών, ο πάροχος neo-cloud συνήθως μισθώνει ένα κέντρο δεδομένων για 15 χρόνια ή και περισσότερο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη σε περίπτωση που οι πελάτες φύγουν. Αυτό το μοντέλο είναι πολύ διαφορετικό από τα έργα που υποστηρίζονται από γίγαντες του cloud computing, γνωστούς και ως hyperscalers (μεγάλοι πάροχοι cloud και υποδομών). Οι εγκαταστάσεις που μισθώνονται στη Microsoft ή την Amazon επωφελούνται από τους ισχυρούς ισολογισμούς και τις διαφοροποιημένες ροές εσόδων αυτών των εταιρειών, επιτρέποντάς τους να έχουν πρόσβαση σε φθηνότερη χρηματοδότηση. Οταν όμως ο ενοικιαστής είναι ένας λιγότερο οικονομικά εύρωστος ενδιάμεσος, οι κατασκευαστές πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για το χρέος. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν σημάδια κάμψης στην κατασκευή κέντρων δεδομένων. Τράπεζες όπως οι JPMorgan, Deutsche Bank και Citigroup, καθώς και ιδιωτικοί πάροχοι πιστώσεων όπως οι Blackstone, Apollo Global Management και Ares συνεχίζουν να επενδύουν σε νέα έργα. Ακόμα κι έτσι, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η μειωμένη ζήτηση για τεχνητή νοημοσύνη. Είναι ότι οι δανειστές, αντιμέτωποι με πιεσμένους ενοικιαστές και αυξανόμενα σημάδια πιστωτικής πίεσης, θα χρεώσουν ίσως περισσότερο, κάτι που με τη σειρά του θα στραγγάλιζε τις επενδύσεις για νέα έργα. Τα φυσικά θεμέλια της άνθησης της τεχνητής νοημοσύνης φαίνονται εύθραυστα.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)