που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και οδήγησε στον πόλεμο ανάμεσα σε αντίπαλες φατρίες και φυλές, που διεκδικούσαν να αναλάβουν τον έλεγχο της διακυβέρνησης της χώρας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της.
Οι δημοπρασίες για 22 θαλάσσια και χερσαία blocks συνοδεύονται από ευνοϊκότερους φορολογικούς όρους και με υποσχέσεις για επενδυτική σταθερότητα. Η εγγύτητα σε υφιστάμενες υποδομές καθιστά αυτές τις επενδύσεις ελκυστικές ακόμη και υπό το φως των πολιτικών κινδύνων που ενέχουν.
Περισσότερο από μια δεκαετία μετά την πτώση του Καντάφι, η χώρα παραμένει διαιρεμένη. Με μια κυβέρνηση αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ και με έδρα την Τρίπολη, και με τις δυνάμεις του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, να κυριαρχούν στο ανατολικό τμήμα της Λιβύης, όπου εντοπίζονται τα μεγάλα κοιτάσματα και οι βασικές εξαγωγικές εγκαταστάσεις της χώρας.
Ο Χάφταρ και ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός (LNA) υποστηρίζονται από την Ρωσία, που μετά την απόσυρσή της από την Συρία, ενισχύει την παρουσία της στη βορειοαφρικανική χώρα.
Την ίδια ώρα, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης της Τρίπολης πραγματοποίησαν επίσκεψη στην Ουάσινγκτον, με στόχο την ενίσχυση και εμβάθυνση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης ΗΠΑ–Λιβύης.
Οι πρώτες πληροφορίες που διέρρευσαν από την πρωτεύουσα των ΗΠΑ θέλουν την αποστολή των εκπροσώπων της κυβέρνησης της Τρίπολης να επιχείρησε να πείσει την αμερικανική πλευρά πως η Λιβύη χρειάζεται τη δυτική στήριξη για να περιορίσει την ρωσική επιρροή και να εξελιχθεί σε αξιόπιστο ενεργειακό εταίρο για τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης, μεταξύ των οποίων και οι «δικές μας» ExxonMobil και Chevron.
Το αίτημα της Τρίπολης για ενίσχυση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν αφορά μόνο σε επενδύσεις, καθώς, θέλει να αντισταθμίσει την ρωσική και την αιγυπτιακή επιρροή στην ανατολική Λιβύη, αλλά και να προσφέρει στις ΗΠΑ μια εναλλακτική λύση στην ρωσική ενέργεια για την Ευρώπη.
Η σταδιακή επαναδραστηριοποίηση των ExxonMobil, Chevron, Eni, TotalEnergies, Shell, BP και άλλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών ενεργειακών ομίλων στη Λιβύη σηματοδοτεί μια νέα φάση γεωοικονομικής ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για τη Λιβύη, η παρουσία όλων των μεγάλων δυτικών εταιρειών λειτουργεί ως ασπίδα οικονομικής ασφάλειας και ως διπλωματικό αντίβαρο προς τη Ρωσία.
Αλλά και για την Ελλάδα, αυτή η εξέλιξη έχει άμεσες ενεργειακές και γεωπολιτικές προεκτάσεις, ιδίως εν μέσω της συνεχιζόμενης τουρκολιβυκής συνεργασίας και των ανταγωνισμών για θαλάσσιες ζώνες.
Αυτό θα συμβεί καθώς, η επιστροφή των επενδυτών στην Λιβύη μπορεί να αμφισβητήσει έμμεσα το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, καθώς οι νέες δημοπρασίες και οι συμβάσεις που θα υπογραφούν είναι πιθανότερο να βασιστούν στο διεθνές δίκαιο και σε γεωλογικά δεδομένα, παρά στο αφήγημα της Άγκυρας.
Βέβαια, αυτό δεν εμποδίζει την Τουρκία να συνεχίσει να ασκεί επιρροή στην Τρίπολη, από τη στιγμή που θα θελήσει να συμμετάσχει ή να παρέμβει στις έρευνες.
Η Ελλάδα, επομένως, έχει έννομο συμφέρον να υποστηρίξει διπλωματικά μια πιο ισορροπημένη Λιβύη που θα έχει στραμμένο το βλέμμα της προς την Δύση, αντισταθμίζοντας την τουρκική επιρροή.
Η Λιβύη εξακολουθεί να παράγει πάνω από 1,4 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, και έχει θέσει ως στόχο την αύξησή τους τα 2 εκατ. στην επόμενη τρετία.
Αυτό για τη χώρα μας έχει μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ποσοτήτων θα μεταφερθεί στις διεθνείς αγορές με ελληνόκτητα δεξαμενόπλοια, που ήδη κυριαρχούν στη μεταφορά αργού από τη λεκάνη της Μεσογείου.
Παράλληλα, η Ελλάδα θα αποκτήσει δυνητικά, επενδυτική πρόσβαση σε υποδομές LNG, καθώς η Λιβύη διαθέτει αδρανές δυναμικό σε φυσικό αέριο.
Με την Ελλάδα να εξελίσσεται σε ενεργειακή πύλη της ΝΑ Ευρώπης η διασύνδεση με την λιβυκή παραγωγή αερίου θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή.
Η δε επιστροφή της ExxonMobil και της Chevron στη Λιβύη συμπίπτει με την παρουσία των αμερικανικών κολοσσών στα ελληνικά κοιτάσματα νοτίως της Κρήτης και του βόρειου Ιονίου καθώς και στην κυπριακή ΑΟΖ και το κοίτασμα «Γλαύκος».
Αυτό σημαίνει ότι το υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ ενιαίο ενεργειακό δόγμα στη Μεσόγειο, μέσω του ενεργειακού άξονα Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ μπορεί να λειτουργήσει, εφόσον σταθεροποιηθεί το επενδυτικό κλίμα στην Λιβύη, ως συμπληρωματικός ενεργειακός πόλος, που θα μειώσει την εξάρτηση από την Τουρκία ως διαμετακομιστή ενέργειας από την πρώην Σοβιετική Ένωση και το Ιράν.
Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, η απόφαση των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών να επιστρέψουν στη Λιβύη, ενισχύει την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, περιορίζει την ρωσική επιρροή στην περιοχή, και επανακαθορίζει τις ισορροπίες στην Αν. Μεσόγειο.