Σύμφωνα με έκθεση της Morgan Stanley Research, η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται πλέον κατά περισσότερο από 1 τρισ. kWh ετησίως, με τα κέντρα δεδομένων να ευθύνονται για περίπου το 20% αυτής της αύξησης, πράγμα που συνιστά από μόνο του μια πρωτοφανή μεταβολή στη δομή της ζήτησης.
Η τράπεζα προβλέπει ότι έως το 2030, η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα ανέλθει στις 35.093 TWh, από 28.130 TWh το 2024. Ακόμη, η παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρισμού θα φθάσει στις 38.865 TWh, αν και αυτό το πλεόνασμα είναι περισσότερο θεωρητικό παρά πραγματικό, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια δεν αποθηκεύεται εύκολα και οι περιορισμοί δικτύου εμποδίζουν τη μεταφορά της εκεί όπου απαιτείται.
Παρά τις ιστορικά υψηλές επενδύσεις, που έχουν ξεπεράσει το 1,5 τρισ. δολάρια μόνο το 2024, οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν κατά 15%, σε μια απόδειξη του γεγονότος ότι η ένταση της ζήτησης υπερβαίνει την αυξημένη παραγωγή ρεύματος.
Σήμερα, τα κέντρα δεδομένων πρέπει να θεωρούνται ως η νέα βαριά βιομηχανία, καθώς, σύμφωνα με την έκθεση της Morgan, θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι νέες επενδύσεις στον τομέα θα ξεπεράσουν τα 3 τρισ. δολ. έως το 2028 και ότι θα υπάρξει αύξηση 126 GW στη ζήτηση στην τριετία 2025–2028, που ισοδυναμεί με την ετήσια κατανάλωση του Καναδά, ενώ οι ΗΠΑ αναμένεται να συγκεντρώσουν το 50% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας των data centers έως το 2030.
Όσον αφορά στις τιμές, ο καθοριστικός παράγοντας δεν έγκειται πλέον μόνο στο κόστος παραγωγής, αλλά περιλαμβάνει ταυτόχρονα, το κόστος της πρόσβασης στο δίκτυο.
Στο συγκεκριμένο θέμα, οι αναλυτές της Morgan επισημαίνουν ότι οι επενδύσεις στο δίκτυο έχουν υστερήσει σε ποσοστό που ξεπερνά το 50% σε σχέση με τις επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής, τα προηγούμενα χρόνια.
Ακόμη, οι ρυθμιζόμενοι δασμοί μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας συγκροτούν ήδη το 30% του παγκόσμιου κόστους ενέργειας και προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω, καθώς οι επενδύσεις στα δίκτυα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 30–40% έως το 2030.
Υπό το φως αυτών των παραδοχών, γίνεται σαφές ότι η πρόσβαση στο δίκτυο μετατρέπεται σε σπάνιο και εμπορεύσιμο στοιχείο ενεργητικού. Έχει φανεί, ότι ορισμένοι εμπορικοί καταναλωτές είναι πλέον διατεθειμένοι να πληρώσουν διπλάσια τιμή ρεύματος για να εξασφαλίσουν εγγυημένη ισχύ και ανθεκτικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ, κάθε 1 GW νέου ηλεκτρικού φορτίου αυξάνει τις τιμές χονδρικής κατά 8%!
Την ίδια ώρα οι προθεσμιακές αγορές υποτιμούν τη διαφαινόμενη στενότητα στο μέλλον, κα δείχνουν ότι αδυνατούν να κατανοήσουν το πώς εξελίσσεται ο μετασχηματισμός της ζήτησης.
Παράλληλα, η ενεργειακή μετάβαση δεν επιταχύνεται, αλλά αναθεωρείται. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε έργα άνθρακα και φυσικού αερίου έχουν φθάσει στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 2017.
Τα βασικά σημεία αυτής της αντιστροφής περιλαμβάνουν την εκτίμηση ότι το φυσικό αέριο θα καλύψει 1,3 τρισ. kWh πρόσθετης παραγωγής και περίπου το 30% της ζήτησης που προέρχεται από το άλμα της τεχνητής νοημοσύνης. Επίσης, ότι θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη της παραγωγής από πυρηνικά εργοστάσια, που θα παρέχουν την απαραίτητη σταθερότητα φορτίων βάσης και τέλος, ότι το κόστος των ΑΠΕ θα τείνει να αυξάνεται, λόγω της μεγάλης εξάρτησης από τις κινεζικές σπάνιες γαίες.
Ειδικότερα, σε περιοχές που αντιμετωπίζουν προβλήματα δικτύου, η ενσωμάτωση των ΑΠΕ περιορίζεται, ευνοώντας περαιτέρω το ρόλο του φυσικού αερίου και της αποθήκευσης.
Η Morgan Stanley υπολογίζει ότι η δημιουργία αξίας σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού ενέργειας, από την παραγωγή, τα δίκτυα, τις μονάδες αποθήκευσης, μέχρι τα data centers, θα ανέλθει στα 350 δισ. δολάρια, καθώς οι αγορές προσαρμόζονται στις συνθήκες της στενότητας, στις υψηλότερες τιμές, στη ραγδαία αύξηση των νέων φορτίων και στις αυξημένες επενδύσεις σε νέες υποδομές.
Που σημαίνει ότι η ενέργεια μετατρέπεται όχι απλώς σε εργαλείο ανάπτυξης, αλλά σε στρατηγικό παράγοντα ισχύος και επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.