Ωστόσο, οι στόχοι της αειφόρου ανάπτυξης συνδέουν την κοινωνική ευζωία με την πράσινη μεγέθυνση, καθώς η κοινωνική ευημερία αποτελεί κοινή επιδίωξη και θεμελιώδες ζήτημα για μια αποτελεσματική αγορά.
Χαρτογραφώντας την αγορά ενέργειας παρατηρείται ότι, φαινόμενα όπως η απώλεια πράσινης παραγωγής λόγω των περικοπών ισχύος και η ύπαρξη αδικαιολόγητα υψηλών τιμών, φανερώνουν χαρακτηριστικά έλλειψης αποτελεσματικότητας, ενώ δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την ευημερία του καταναλωτή. Επίσης, η δέσμευση των καταναλωτών μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων περιορίζει την κινητικότητά τους με αποτέλεσμα η αγορά ενέργειας να στερείται τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού και οι καταναλωτές να στερούνται της ελευθερίας των επιλογών τους. Οταν οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν συχνά «αγκαλιά» παρόχου και να επιλέγουν κατανάλωση ενέργειας μακριά από τη ζώνη αιχμής, τότε πυροδοτείται ο ανταγωνισμός και θωρακίζεται η ευημερία τους.
H ενεργειακή φτώχεια δεν είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης πολλών ή λίγων πράσινων επενδύσεων, καθώς η βιώσιμη ανάπτυξη δεν ενδιαφέρεται μόνο για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα, αλλά παράλληλα ενσωματώνει πολιτικές που αποσκοπούν στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Η βιώσιμη ανάπτυξη έρχεται να καταργήσει τη μονοδιάστατη οικονομική ανάπτυξη, η οποία αγνοούσε την αξία του περιβάλλοντος και τις ανάγκες της κοινωνίας, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο μιας επιχείρησης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η ολιστική προσέγγιση της πράσινης μεγέθυνσης συγκεντρώνει στοιχεία τα οποία αποτρέπουν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και προάγουν την ποιότητα ζωής των μελών της κοινωνίας.
Είναι γεγονός ότι η πολιτική της βιώσιμης ανάπτυξης αναχαιτίζει κάθε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος του ενός είναι η απώλεια του άλλου, ενώ συγχρόνως απομακρύνει από τη δομή της αγοράς αυτορρυθμιζόμενα χαρακτηριστικά. Πρακτικά, μια αγορά αυτορρυθμίζεται όταν απομονώνεται από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, ενώ επικρατεί η εντύπωση ότι μπορεί να λειτουργεί με άριστο τρόπο χωρίς τον ρυθμιστικό ρόλο και τη συμμετοχή του καταναλωτή. Ωστόσο, όταν η ελεύθερη αγορά υπηρετεί πιστά τα πρότυπα της βιώσιμης ανάπτυξης και διαθέτει κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου, τότε η πραγματικότητα της ενεργειακής φτώχειας καθίσταται μακρινή.
Η βιώσιμη ανάπτυξη έρχεται να καταδικάσει κάθε ακόρεστη ιδιοτέλεια και να προωθήσει κοινούς στόχους για όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις της αγοράς. Το πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει η «πίτα» και ποιο κομμάτι αντιστοιχεί σε κάθε παίκτη που συμμετέχει στην αγορά δεν αποτελεί πλέον σημείο τριβής στο νέο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς. Στόχος των μελών της αγοράς είναι η ισότιμη συλλογική ωφέλεια μέσα από την καλλιέργεια μιας αλληλέγγυας σχέσης, απομακρύνοντας έννοιες όπως η ενεργειακή φτώχεια, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με τις επιδιώξεις της βιώσιμης ανάπτυξης.
*Ο κ. Φώτης Ζαχαρόπουλος είναι π. μέλος Δ.Σ. ΔΑΠΕΕΠ Α.Ε., ειδικός σε ζητήματα ρύθμισης αγορών.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")