εκλογών φαντάζει πλέον ως ένα αναπόφευκτο σενάριο δεδομένου ότι ο Μακρόν δεν διαθέτει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση ενώ φαίνεται δύσκολο να συνάψει τις κατάλληλες συμμαχίες που θα του επιτρέψουν να ολοκληρώσει την θητεία του που λήγει του 2027. Και όταν η χωλαίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, οι επιπτώσεις ξεπερνούν κατά πολύ τα γαλλικά σύνορα.
Η αιφνίδια κατάρρευση της κυβέρνησης του Σεμπαστιάν Λεκορνί, μόλις 14 ώρες αφότου ανακοινώθηκε η σύνθεσή της, πυροδότησε την έντονη ανησυχία των επενδυτών στο χρηματιστήριο του Παρισιού (όπου ο δείκτης CAC 40 έπεσε κατά 1,4%) και σε άλλες αγορές, με τις γαλλικές μετοχές και τα κρατικά ομόλογα να υποχωρούν, και το ευρώ να αποδυναμώνεται έναντι του δολαρίου. Η διαφορά απόδοσης του γαλλικού 10ετούς έναντι του γερμανικού 10ετούς ομολόγου έκλεισε τη Δευτέρα σε περίπου 85 μονάδες βάσης, το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές Ιανουαρίου. Από τον διορισμό του Λεκορνί τον περασμένο μήνα, η πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας υποβαθμίστηκε από δύο οίκους αξιολόγησης, λόγω ανησυχιών ότι η πολιτική κατάσταση θα εμποδίσει την ικανότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης να αποκαταστήσει τα δημόσια οικονομικά. Η Moody’s έχει προγραμματίσει να αναθεωρήσει την αξιολόγησή της στις 24 Οκτωβρίου και εκφράζεται ο φόβος ότι αν το Παρίσι δεν συγκροτήσει μια σταθερή κυβέρνηση με αξιόπιστη στρατηγική για το χρέος, το “γαλλικό spread” μπορεί να εξελιχθεί στο νέο βαρόμετρο της Ευρώπης.
Παράλληλα με την καλπάζουσα οικονομική κρίση , αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για την αποδυνάμωση του κύρους και της επιρροής της Γαλλίας σε κρίσιμα ζητήματα όπως στο ουκρανικό και το μεσανατολικό, ειδικά τώρα που υπάρχει δυσκολία συνεννόησης με τις ΗΠΑ. Προβληματισμός υπάρχει και για το τι μέλλει γενέσθαι και μδ εσωτερικά ζητήματα της Ένωσης, όπως είναι η ευρωπαϊκή άμυνα αλλά και η κατάρτιση του μακροπρόθεσμου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Η αμυντική βιομηχανία της Γαλλίας είναι μία από τις ισχυρότερες της Ευρώπης και διεκδικεί κομβικό ρόλο στη στρατιωτική αυτονομία της ηπείρου. Μέχρι το 2030 ο προϋπολογισμός της Γαλλίας για τον στρατό πρόκειται σχεδόν να διπλασιαστεί – επί του παρόντος βρίσκεται περίπου στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ, που αναλογούν στο 2% του ΑΕΠ της χώρας. Η γαλλική αμυντική βιομηχανία περιλαμβάνει 20.000 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν 200.000 εργαζομένους. Ωστόσο δεν μπορεί να σύρει μόνη της το ευρωπαϊκό άρμα, καθώς σύμφωνα με τους αναλυτές απαιτείται συνεργασία με τις δύο άλλες ισχυρές δυνάμεις, την Γερμανία και την Ιταλία. Και μια εσωτερική παράλυση, θέτει όλα αυτά τα σχέδια εν αμφιβόλω με τον Μακρόν να φαντάζει πλέον ως απερχόμενος Πρόεδρος και την Λεπέν ουσιαστικά να περιμένει να κυβερνήσει, αν δεν γίνει κάποια ανατροπή στις κάλπες, όπως συνέβη στις βουλευτικές εκλογές.
Σε πολιτικό δε επίπεδο, τα συμπεράσματα επίσης ξεφεύγουν από τα γαλλικά σύνορα και λειτουργούν ως καμπανάκι και για άλλους ηγέτες που έχουν χάσει την επαφή τους με την κοινωνία. Ο Μακρόν, που κάποτε θεωρούνταν το ανερχόμενο αστέρι της ευρωπαϊκής πολιτικής, κινδυνεύει τώρα να γίνει ο αρχιτέκτονας μιας νέας κρίσης που θα συμπαρασύρει όλη την Ευρώπη. Ο «Μακρονισμός», που γεννήθηκε το 2017 ως ένα κεντρώο και τεχνοκρατικό πείραμα, σήμερα οδηγείται σε αποτυχία. Δείχνει να μην εκπροσωπεί πλέον κανέναν πέρα από τον στενό κύκλο της παρισινής διοικητικής εξουσίας και της ελίτ που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Η εμμονή του ιδίου να διατηρηθεί στην εξουσία, στερούμενος λαϊκής νομιμοποίησης αφού έχασε τις βουλευτικές εκλογές και βασίζεται σε ανίερες συμμαχίες, οδηγεί την χώρα στα βράχια, αλλά και την Ευρώπη χωρίς κανέναν στο πηδάλιο, αφού ο κινητήριος μοχλός της ήταν ανέκαθεν ένας ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας. Εν προκειμένω όμως ο Γερμανός Καγκελάριος έχει μείνει μόνος, παρακολουθώντας το σίριαλ της γαλλικής αστάθειας που έχει την υπογραφή του ιδίου του Γάλλου Προέδρου.