τα κράτη μέλη θα διαθέτουν χρονικό περιθώριο έως και δύο δεκαετιών για να συμμορφωθούν πλήρως με ορισμένες από τις υποχρεώσεις που προβλέπει.
Η προσωρινή πολιτική συμφωνία, που επιτεύχθηκε μεταξύ της δανικής προεδρίας του Συμβουλίου και των εκπροσώπων του Ευρωκοινοβουλίου αφορά στην αναθεώρηση των καταλόγων ρύπων που επηρεάζουν τα ύδατα και την επικαιροποίηση των αντίστοιχων προτύπων ποιότητας. Οι αλλαγές θα περιλαμβάνουν τόσο την τροποποίηση υφιστάμενων ορίων όσο και την προσθήκη νέων ουσιών, με στόχο την ευθυγράμμιση της πολιτικής της ΕΕ με τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα.
Ο προεδρεύων, Δανός υπουργός Περιβάλλοντος και Ισότητας των Φύλων, Magnus Heunicke, χαρακτήρισε τη συμφωνία «προσεκτική ισορροπία μεταξύ φιλοδοξίας και ευελιξίας για τα κράτη μέλη», επισημαίνοντας ότι προστατεύει την υγεία των πολιτών και των μελλοντικών γενεών, μειώνοντας την έκθεση σε επικίνδυνες χημικές ουσίες.
Στους επικαιροποιημένους καταλόγους προτεραιότητας περιλαμβάνονται για πρώτη φορά φυτοφάρμακα, φαρμακευτικά προϊόντα, δισφαινόλες και υπερφθοριωμένες και πολυφθοριωμένες αλκυλικές ουσίες (PFAS) — γνωστές και ως «αιώνιες χημικές ουσίες».
Οι χώρες της ΕΕ θα υποχρεωθούν να ενισχύσουν την παρακολούθηση και τη διαφάνεια των δεδομένων για την ποιότητα των υδάτων.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη δισφαινόλη Α (BPA), η οποία χαρακτηρίζεται πλέον ως επικίνδυνη ουσία προτεραιότητας. Μελέτη που δημοσιεύθηκε τα τελευταία χρόνια διαπίστωσε την παρουσία της σε δείγματα ούρων του 92% των συμμετεχόντων από 11 ευρωπαϊκές χώρες.
Η συμφωνία προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις, όπως για προσωρινές βραχυπρόθεσμες επιδεινώσεις ή περιπτώσεις μετακίνησης ρύπων μέσω νερού ή ιζημάτων. Το Συμβούλιο διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν ισχυρές διασφαλίσεις, ιδίως για την προστασία του πόσιμου νερού.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμορφωθούν με τα νέα πρότυπα έως το 2039, με δυνατότητα παράτασης έως το 2045 υπό αυστηρούς όρους.
Για ουσίες με αναθεωρημένα, αυστηρότερα πρότυπα στα επιφανειακά ύδατα, η προθεσμία συμμόρφωσης ορίζεται στο 2033. Παράλληλα, προβλέπεται περίοδος 20 ετών για τη σταδιακή κατάργηση των επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας.
Η οδηγία αναμένεται να τεθεί σε ισχύ μετά την επίσημη υιοθέτησή της από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να την ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2027.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 46% των επιφανειακών υδάτων και το 24% των υπόγειων υδάτων στην ΕΕ δεν πληρούν σήμερα τα κριτήρια για καλή χημική κατάσταση, με μεγάλες διαφορές μεταξύ κρατών.
Περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως το Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος (EEB), κατηγορούν τα κράτη μέλη ότι επιδιώκουν καθυστερήσεις και αποδυνάμωση των υποχρεώσεων. Όπως επισημαίνει το δίκτυο, οι κατάλογοι ρύπων έπρεπε να επικαιροποιούνται κάθε έξι χρόνια, ωστόσο οι τελευταίες αναθεωρήσεις έγιναν το 2013 και 2014, ενώ τα πρότυπα για τα υπόγεια ύδατα δεν έχουν αλλάξει από το 2006.
Εκπρόσωπος του Δικτύου Δράσης για τα Φυτοφάρμακα (PAN Europe), προειδοποίησε ότι η καθυστέρηση στην παρακολούθηση ουσιών όπως το TFA, ένα υπόλειμμα φυτοφαρμάκων PFAS το οποίο ενδέχεται να είναι τοξικό για την αναπαραγωγή, υπονομεύει την προστασία των υδάτων και της δημόσιας υγείας.
Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε πάντως ότι το τριφθοροξικό οξύ (TFA) θα προστεθεί στον κατάλογο των 24 PFAS για τα επιφανειακά ύδατα.
Τί γίνεται στην Ελλάδα
Η διαχείριση των υδάτινων πόρων στην Ελλάδα αποτελεί μια σύνθετη πρόκληση, λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών, γεωγραφικών, δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών της χώρας. Σε πολλές περιοχές, η προσφορά νερού δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ορθολογική και βιώσιμη διαχείριση.
Η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρύπανσης υδατικών πόρων, με κύριες πηγές την γεωργική δραστηριότητα (γεωργικά φάρμακα) και τις αστικές απορρίψεις. Αν διαθέτει άφθονους υδατικούς πόρους, παρουσιάζει ανισοκατανομή βροχοπτώσεων και ζήτησης, ενώ η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τις ξηρασίες και την έλλειψη νερού.
Ιδίως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιδεινώνουν το πρόβλημα, καθώς αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά τα υδάτινα συστήματα και τις υποδομές παροχής νερού. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
· η μείωση των υδάτινων αποθεμάτων,
· η επιμήκυνση των περιόδων ξηρασίας και η αύξηση της κατανάλωσης,
· η υφαλμύρωση των παράκτιων υδροφόρων οριζόντων,
· η ανεπάρκεια οικολογικής παροχής στους ποταμούς την ξηρή περίοδο,
· ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των χρήσεων νερού (ύδρευση, άρδευση, ενέργεια, τουρισμός),
· και η αύξηση των πλημμυρικών φαινομένων.