Σε υψηλά 16μήνου συνεχίζουν να κινούνται οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου, αποδεικνύοντας την αναποτελεσματικότητα των πιέσεων του Αμερικανού Προέδρου. Τους τελευταίους δύο μήνες, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επικεντρωθεί στο να περιορίσει τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας, όχι μόνο για να πλήξει την οικονομική βάση του Κρεμλίνου, αλλά και για να αντικαταστήσει τις ρωσικές ποσότητες με αμερικανικές. Εντούτοις, η τακτική αυτή δεν φαίνεται να λειτουργεί προς το παρόν παρά τους δασμούς που επέβαλε στην Ινδία, τις απειλές προς την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, και τις πιέσεις προς την Τουρκία. Αντιθέτως, οι μεγαλύτεροι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου συνεχίζουν ακάθεκτοι τις εισαγωγές τους, με την Κίνα να πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω, δηλώνοντας πως επιθυμεί να ενισχύσει την ενεργειακή συνεργασία της με τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρακτορείου Bloomberg, 36 πετρελαιοφόρα αναχώρησαν από τα ρωσικά λιμάνια την εβδομάδα Σεπτέμβριος 22-28, μεταφέροντας περίπου 26,27 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού αργού. Το λιμάνι Primorsk στη Βαλτική και το Kozmino στον Ειρηνικό είχαν τους μεγαλύτερους όγκους φόρτωσης, με 12 και 10 τάνκερς αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί πως το Primorsk παραμένει στην κορυφή των σχετικών κατατάξεων, παρά το χτύπημα από ουκρανικά drones που είχε δεχθεί στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Εβδομάδα
|
Πετρελαιοφόρα
|
28 Σεπτεμβρίου
|
36
|
21 Σεπτεμβρίου
|
31
|
14 Σεπτεμβρίου
|
29
|
07 Σεπτεμβρίου
|
38
|
31 Αυγούστου
|
35
|
24 Αυγούστου
|
25
|
17 Αυγούστου
|
28
|
10 Αυγούστου
|
30
|
03 Αυγούστου
|
30
|
Ο αριθμός τάνκερς που αναχώρησαν από τα ρωσικά λιμάνια το προηγούμενο δίμηνο. Πηγή: Bloomberg.
Ως είθισται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού αργού κινήθηκαν προς τους μεγάλους πελάτες στην Ασία, την Κίνα και την Ινδία. Οι Κινέζοι εισαγωγές αγόρασαν περίπου 1,23 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα την εβδομάδα που πέρασε, ποσότητα χαμηλότερη από τις προηγούμενες εβδομάδες κυρίως λόγω των ισχυρών κινεζικών αποθεμάτων. Οι Ινδοί εισαγωγείς αγόρασαν 0,96 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, σημειώνοντας επίσης μείωση. Εντούτοις, όπως εξηγούν οι αναλυτές, περίπου 1 εκατομμύριο βαρέλια αργού μεταφέρεται σε πετρελαιοφόρα που δεν έχουν δηλώσει προορισμό, παραπέμποντας σε προσπάθειες απόκρυψης των πραγματικών αγοραστών.
Πέραν των δύο ασιατικών γιγάντων, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, και η Τουρκία αποτελούν τους άλλους κρίσιμους πελάτες του Κρεμλίνου. Παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις τους είναι φίλα προσκείμενες προς τις πολιτικές Τραμπ σε όλα τα υπόλοιπα θέματα, Βουδαπέστη και Μπρατισλάβα αρνούνται να μειώσουν τις εισαγωγές ρωσικών καυσίμων. Μάλιστα, ο ένθερμος υποστηρικτής του Αμερικανού Προέδρου, Βίκτορ Όρμπαν, δήλωσε πως η διακοπή των ροών ρωσικού πετρελαίου προς την Ουγγαρία θα προκαλούσε πτώση 4% του ΑΕΠ. Εντός αυτού του πλαισίου, οι δύο χώρες της Κεντρικής Ευρώπης θα είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μηδενίσει τις εισαγωγές ρωσικών καυσίμων εντός του 2026. Παρόμοια η εικόνα και στην Τουρκία, όπου παρά τη στενή φιλία Τραμπ- Ερντογάν και τις οικονομικές δεσμεύσεις της Άγκυρας, η χώρα συνεχίζει να αγοράζει περίπου 300.000 bpd ρωσικού αργού.
Παραδόξως, αυτή η συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα της Ρωσίας στη διεθνή αγορά πετρελαίου δεν έχει οικονομικό αντίκρισμα στο εσωτερικό. Αντιθέτως, οι Ρώσοι αξιωματούχοι προβλέπουν πως το 2025 θα είναι χρονιά αρνητικού ρεκόρ για τα έσοδα από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων. Αυτό οφείλεται κυρίως στη στασιμότητα των τιμών του πετρελαίου, οι οποίες αναμένεται να παραμείνουν σε πτωτική τροχιά εξαιτίας του σχεδίου του OPEC+, στον οποίο συμμετέχει και η Ρωσία, να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή του. Συγκεκριμένα, οι ειδικοί εκτιμούν πως το ρωσικό κράτος θα εισπράξει 8,65 τρισεκατομμύρια ρούβλια σε φόρους από τους εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου, ποσό 22% χαμηλότερο από το περσινό. Οι ποιότητες του αργού Urals πωλούνται σχεδόν 12 δολάρια φθηνότερα από το Brent, με τον μέσο όρο για το 2025 να είναι τα 58 δολάρια, ενώ το 2024 ήταν 66,6 δολάρια. Ακόμα χειρότερα, καθώς το ρούβλι ενδυναμώνεται έναντι του δολαρίου, η ισοτιμία των νομισμάτων μειώνει τα πραγματικά έσοδα των ρωσικών εταιρειών.
Και όλα αυτά ενώ οι ρωσικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις δέχονται σωρεία επιθέσεων από τα ουκρανικά drones. Τα διυλιστήρια είναι ο κλάδος με τα μεγαλύτερα προβλήματα, έχοντας οδηγήσει σε ελλείψεις συγκεκριμένων ειδών βενζίνης. Τα ουκρανικά πλήγματα στα διυλιστήρια έχουν απελευθερώσει μεν μεγαλύτερες ποσότητες αργού προς εξαγωγή, ωστόσο αρκετοί αναλυτές θεωρούν πως τα ρωσικά λιμάνια δεν έχουν μεγάλο περιθώριο για αύξηση των φορτίων, ειδικά αν οι επιθέσεις συνεχιστούν και στα τερματικά των πετρελαιοφόρων. Ως εκ τούτου, οι οικονομικοί σύμβουλοι του Κρεμλίνου έχουν αρχίσει να επισημαίνουν τους κινδύνους για τα δημοσιονομικά, ενώ η ρωσική ηγεσία επιμένει στην κλιμάκωση των πολεμικών προσπαθειών.