οι προβλέψεις οικονομολόγων και αναλυτών για κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας διαψεύδονταν παταγωδώς όπως ακριβώς είχε συμβεί και το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα και τις κυρώσεις της Δύσης. Η Ρωσία δεν γνώρισε παρά μόνον μια σύντομη περίοδο ύφεσης το 2022, τους μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και κατέγραψε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης επί δύο χρόνια. Κύριος μοχλός της ήταν η εκτόξευση των αμυντικών δαπανών και οι θεαματικές αυξήσεις που προσέφερε το κράτος σε στρατευμένους και εργαζόμενους στις αμυντικές βιομηχανίες.
Η εικόνα αρχίζει να αλλάζει όμως. Τον Ιούλιο η ανάπτυξη ήταν μόνον 0,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους, τα στοιχεία φέρουν την οικονομική δραστηριότητα σε συρρίκνωση, η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων είναι αναιμική και οι πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς έχουν επιβραδυνθεί. Και οι πολιτικοί επιρρίπτουν την ευθύνη ο ένας στον άλλον. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση άλλαξε επειδή η κυβέρνηση του προέδρου Πούτιν διέκοψε τις δαπάνες από τις οποίες είχε αναπτύξει ένα είδος εξάρτησης η ρωσική οικονομία και οι οποίες το 2023 είχαν φτάσει στο 5% του ΑΕΠ. Φέτος η πολιτική αυτή αντιστράφηκε πλήρως καθώς η Μόσχα επέλεξε τη στροφή στη δημοσιονομική εξυγίανση. Δεν υπάρχουν πλέον οι δυσθεώρητες αυξήσεις δαπανών σε έργα υποδομής και στο στρατιωτικό – αμυντικό σύμπλεγμα. Αλλάζει επίσης η νομισματική πολιτική της Μόσχας. Τη διετία 2023-2024 η Τράπεζα της Ρωσίας αναγκάστηκε να αυξήσει επανειλημμένως και ραγδαία τα επιτόκια για να ανακόψει την πορεία του πληθωρισμού που είχε πάρει την ανιούσα λόγω των αυξήσεων στους μισθούς. Η άνοδος του κόστους δανεισμού οδήγησε τους Ρώσους σε μείωση των δαπανών και στροφή στην αποταμίευση.
Ολα αυτά, όμως, αφορούν κυρίως την εσωτερική οικονομική, δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, ενώ οι επιπτώσεις των κυρώσεων δεν είναι εξίσου σαφείς. Εχει μειωθεί η παραγωγή και οι εξαγωγές πετρελαίου καθώς ο δυτικός κόσμος επέβαλε εκτεταμένες κυρώσεις στον κρίσιμο αυτόν κλάδο για τη Μόσχα. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου η Ρωσία εξήγαγε πετρέλαιο και παράγωγα συνολικής αξίας 96 δισ. δολ., δηλαδή αξίας μικρότερης κατά 155 δισ. δολ. σε σύγκριση με εκείνη των εξαγωγών της αντίστοιχης περιόδου στις αρχές του 2022. Οπως επισημαίνουν, όμως, οικονομικοί αναλυτές, η πτώση αυτή μπορεί να αποδοθεί στα όσα συμβαίνουν γενικότερα στην οικονομία. Από τις αρχές του έτους το ρούβλι έχει ανατιμηθεί και αυτομάτως μειώνονται τα έσοδα από τις εξαγωγές, ενώ παράλληλα είναι χαμηλές οι τιμές του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά. Και στο μεταξύ, το υψηλό κόστος δανεισμού καθιστά πιο δαπανηρές τις εξορύξεις πετρελαίου.
Τώρα η Ε.Ε. επιχειρεί νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας που σίγουρα θα δυσχεράνουν περαιτέρω την κατάσταση, καθώς σχεδιάζει να επιβάλει «ποινές» σε όσες εταιρείες εξακολουθούν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο παραβιάζοντας τις κυρώσεις όπως και σε όσες προμηθεύουν με προϊόντα τους τη ρωσική αγορά. Οπως τονίζει σε σχετικό σχόλιό του το περιοδικό Economist, η εμπειρία έως τώρα έχει αποδείξει πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, όσο καλά κι αν έχουν σχεδιαστεί, τελικά μπορούν να παρακαμφθούν. Η βιομηχανία θαλάσσιων μεταφορών δυτικών προϊόντων προς τη Ρωσία μέσω ανεξάρτητων τρίτων χωρών είναι δύσκολο να εποπτευθεί.
Επιπλέον, η επιβράδυνση που καταγράφεται στους ρυθμούς ανάπτυξης δεν έχει έως τώρα επηρεάσει την αγορά εργασίας. Οι μισθοί μπορεί να μην αυξάνονται πλέον με τους εντυπωσιακούς ρυθμούς της προηγούμενης διετίας, αλλά παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και η ανεργία σε ιστορικά χαμηλά. Και σε οξεία αντίθεση με την εικόνα που αναδύεται από τις δημοσκοπήσεις στις δυτικές οικονομίες, οι Ρώσοι εκφράζουν ιδιαίτερη αισιοδοξία για την κατάσταση της οικονομίας, καθώς ελάχιστες φορές στην ιστορία τους ήταν τόσο ικανοποιημένοι.
Aπό την Καθημερινή