Εκ πρώτης όψεως η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι δυσοίωνη. Το ΔΝΤ προβλέπει ήπια ανάπτυξη μόλις 0,4% φέτος για τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του μπλοκ –τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία– και μόλις 1% το 2026. Πριν από λίγες ημέρες η γαλλική κυβέρνηση κατέρρευσε λόγω διαφωνίας στον τρόπο μείωσης του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, εκτινάσσοντας τις αποδόσεις των ομολόγων αναφοράς σε επίπεδα αντίστοιχα με το ιταλικό χρέος για πρώτη φορά από την κυκλοφορία του ευρώ το 1999. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλει δασμούς, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και ο κινεζικός ανταγωνισμός στο εμπόριο φουντώνει.
Ετσι, όταν ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών για την ευρωπαϊκή μεταποίηση, μια μέτρηση που παρακολουθείται στενά από την αγορά, ανήλθε σε υψηλό πολλών ετών τον Αύγουστο, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη, σύμφωνα με τον Economist. Αντιστοίχως, ο βασικός δείκτης οικονομικού κλίματος της Γερμανίας από το ινστιτούτο Ιfo έδειξε ότι οι επιχειρηματικές προσδοκίες ανέρχονται στο υψηλότερο επίπεδο από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Από την πλευρά της η ισπανική οικονομία πηγαίνει από κορυφή σε κορυφή, εμφανίζοντας ανάπτυξη και στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες, χάρη στην υψηλή μετανάστευση από Λατινική Αμερική.
Ενας από τους λόγους για την ανάπτυξη αυτή, όσο ευάλωτη κι αν είναι, είναι ότι σχεδόν έληξε η μάχη εναντίον του πληθωρισμού, που διαμορφώθηκε στο 2,1% τον Αύγουστο στην Ευρωζώνη, καθώς και ότι τα επιτόκια έχουν μειωθεί. Το αποτέλεσμα είναι ορατό στην ασθενή αλλά βελτιούμενη κατάσταση του ευρωπαϊκού κατασκευαστικού κλάδου. Τώρα μένει να φανεί αν οι καταναλωτές, μία ακόμη ομάδα που επλήγη από τον πληθωρισμό, θα αρχίσουν επιτέλους να ξοδεύουν, καθώς πρόσφατα αυξήθηκαν οι μισθοί τους. Βεβαίως, το υψηλό ποσοστό αποταμιεύσεων σημαίνει ότι για ένα τέτοιο αποτέλεσμα απαιτείται περαιτέρω ώθηση.
Οι κρατικές δαπάνες συμβάλλουν επίσης στη βελτίωση του κλίματος. Οι δημοσιονομικά συνετοί της Ε.Ε., με πρωταγωνίστρια τη Γερμανία, είναι τώρα έτοιμοι να επενδύσουν στις ένοπλες δυνάμεις. Οι χώρες που δεν είναι και τόσο πρόθυμες να επενδύσουν στην άμυνα, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, έχουν πλεονάσματα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Παρότι υπάρχουν εμπόδια στην υλοποίηση του επανεξοπλισμού, τα προβλήματα κατά πάσα πιθανότητα θα υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες.
Το εμπόριο με την Αμερική και την Κίνα γίνεται δυσκολότερο και δεν υπάρχει αντιστοίχως μεγάλη οικονομία για να τις αντικαταστήσει. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές εταιρείες προσπαθούν να διαφοροποιηθούν και να βρουν νέες αγορές, προκειμένου να εντοπίσουν κάποια διέξοδο. Οι γερμανικοί κατασκευαστές μηχανών και εξοπλισμού, η άλλη μεγάλη βιομηχανία της χώρας μετά τα αυτοκίνητα, είδε τις εξαγωγές της στις ΗΠΑ και την Κίνα να μειώνονται κατά 7% και 9% αντιστοίχως το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ταυτόχρονα, όμως, οι παραγγελίες από τη Mercosur, το εμπορικό μπλοκ της Λατινικής Αμερικής, και από τη Μέση Ανατολή αυξήθηκαν κατά περίπου 10%, ξεκινώντας από πολύ χαμηλότερη βάση. Υπάρχει επίσης διαθέσιμη στήριξη για νέες εταιρείες. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα επενδύσει 70 δισ. ευρώ μέχρι το 2027 σε επιχειρήσεις που επικεντρώνονται στην τεχνολογία. Οι επενδύσεις από venture capital, που έκλεισαν το δεύτερο τρίμηνο με χαμηλές επιδόσεις ύστερα από μια ισχυρή εκκίνηση το 2025, ενδέχεται επίσης να ανακάμψουν. Σύμφωνα με έναν δείκτη από τη συμβουλευτική Venionaire Capital, το κλίμα στους επενδυτές παραμένει σταθερό.
Αυτές οι ελπίδες μπορεί να σβήσουν. «Τα στοιχεία του κλίματος ήταν εντυπωσιακά θετικά, αλλά… οι αρνητικές τάσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία υπερέχουν έναντι των θετικών», υποστηρίζει ο Γενς Αϊνσμιντ από τη Morgan Stanley. Ο Ντ. Τραμπ μπορεί να επιβάλει κι άλλους τιμωρητικούς δασμούς. Η πολιτική κρίση στη Γαλλία μπορεί να επιδεινωθεί. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης, ήδη απογοητευτικές σύμφωνα με τον Economist, μπορεί να καθυστερήσουν, όσο οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την απειλή της Ακροδεξιάς. Οι αγορές και οι εταιρείες ωστόσο, προσαρμόζονται σε μια δύσκολη νέα εποχή. Υστερα από μερικά χρόνια τεράστιων αναταραχών, πρόκειται για μεγάλη ανακούφιση για τους Ευρωπαίους αξιωματούχους.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)