Η Ουάσιγκτον ασκεί όλο και εντονότερες πιέσεις προς τις Βρυξέλλες προκειμένου η ΕΕ να εφαρμόσει δευτερεύουσες κυρώσεις εναντίον της Κίνας και της Ινδίας για την αγορά ρωσικού πετρελαίου. Πρόκειται για την ίδια προσέγγιση που ακολουθεί επί του παρόντος η κυβέρνηση Τραμπ, μόνο που αυτή τη φορά το πλήγμα θα ήταν διπλό. Η Κίνα αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ΕΕ, προμηθεύοντας τα 27 κράτη-μέλη με πληθώρα προϊόντων. Η επιβολή δασμών εναντίον των κινεζικών εξαγωγών λίγο πριν την περίοδο αιχμής των χειμερινών μηνών θα προκαλούσε χάος στις αποδυναμωμένες ευρωπαϊκές αγορές, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό.
Από την άλλη πλευρά, η Ινδία βρίσκεται εν μέσω διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για την υπογραφή μίας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου, ένας στόχος που αποτελεί προτεραιότητα για τις ηγεσίες και των δύο αγορών. Η επιβολή δασμών εναντίον του Νέου Δελχί θα υπονόμευε τις όποιες διαπραγματεύσεις, απομονώνοντας ουσιαστικά την ΕΕ από τους εναλλακτικούς εμπορικούς διαδρόμους που προσπαθούσε να ανοίξει ώστε να αποφύγει τον εμπορικό πόλεμο του Προέδρου Τραμπ.
Πέραν των οικονομικών συνεπειών, η προσπάθεια επιβολής νέων μέτρων κατά τρίτων χωρών θα προκαλούσε αντιδράσεις εντός της ΕΕ. Κράτη όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία ήδη εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα βέτο που διαθέτουν ώστε να αποκομίσουν οφέλη κάθε φορά που οι Βρυξέλλες προωθούν νέες κυρώσεις εναντίον της Μόσχας. Με τους στόχους της ΕΕ να διευρύνονται σε δύο τεράστιες αγορές όπως η Κίνα και η Ινδία, είναι σχεδόν βέβαιο πως άλλες κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να καθυστερήσουν ή να αμβλύνουν τα όποια μέτρα, φοβούμενες τα αντίμετρα των δύο χωρών.
Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον εντείνει τις πιέσεις προς την άλλη όχθη του Ατλαντικού, ψάχνοντας έναν εύκολο αποδιοπομπαίο τράγο ώστε να κατηγορήσει για την αποτυχία των “ειρηνευτικών πρωτοβουλιών” του Τραμπ. Μεταξύ άλλων, ο Υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, ο οποίος επισκέπτεται την Ευρώπη αυτή την εβδομάδα, ανέφερε πρόσφατα πως η ΕΕ οφείλει να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό φυσικό αέριο, κατηγορώντας τους 27 ως χρηματοδότες του πολέμου στην Ουκρανία. Ιδανικά, η ΕΕ θα μείωνε περαιτέρω τις παραγγελίες για ρωσικό ΥΦΑ, προτιμώντας αμερικανικό ΥΦΑ, το οποίο είναι ακριβότερο, αλλά υπάγεται και στην πολυσυζητημένη εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ.
Εκ πρώτης όψεως ο Ράιτ δεν έχει άδικο, δεδομένου ότι αρκετά ευρωπαϊκά κράτη μείωσαν μεν τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών, αλλά αντικατέστησαν ένα μέρος τους με εισαγωγές σε LNG. Σύμφωνα με πληροφορίες, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν μεταβεί στην αμερικανική πρωτεύουσα ώστε να συνομιλήσουν με τους ομολόγους τους, συζητώντας μία σειρά προτάσεων.
Στο ζήτημα αναφέρθηκε και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία δέχεται έντονη κριτική από όλες τις πλευρές. Όπως δήλωσε η Πρόεδρος της Κομισιόν, η ΕΕ εξετάζει το ενδεχόμενο να επιταχύνει την παύση στις εισαγωγές ρωσικών καυσίμων. Με αρχικό στόχο το τέλος του 2027, η επίσπευση της διαδικασίας θα πίεζε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις ενέργειας να αναζητήσουν εναλλακτικούς προμηθευτές σε πολύ πιο στενά χρονικά περιθώρια. Αυτό αναπόφευκτα θα δυσχέραινε τη διαπραγματευτική θέση τους, οδηγώντας πιθανότατα σε αυξημένα κόστη. Η εικόνα γίνεται πολύ πιο ομιχλώδης δεδομένης της χρονικής συγκυρίας: με το φθινόπωρο προ των πυλών, οι 27 είναι υποχρεωμένοι να γεμίσουν τα στρατηγικά αποθέματα φυσικού αερίου μέχρι τον Δεκέμβριο χοντρικά και να αγοράσουν τα καύσιμα που θα καταναλώσουν κατά τους ψυχρότερους μήνες.