Ειδικότερα, η Goldman Sachs, σε έκθεσή της, εκτιμά ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας της περιοχής θα αυξάνεται κατά 1,5% έως 2% ετησίως από το 2026. Αυτή η πορεία θα ωθήσει τα περιθώρια εφεδρείας – μέγεθος που δείχνει τα διαθέσιμα αποθέματα στο σύστημα όταν η ζήτηση ενέργειας κορυφώνεται - κοντά στο μηδέν έως το 2029.
Η ζώνη κινδύνου για διακοπές ρεύματος είναι ένα περιθώριο εφεδρείας κάτω από 10% έως 15%, σημειώνει η Goldman.
Για να αποφευχθούν οι διακοπές ρεύματος, η Ευρώπη μπορεί να χρειαστεί έως και 3 τρισεκατομμύρια ευρώ (3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια) σε επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία, ποσό περίπου διπλάσιο από αυτό που δαπανήθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια για την κατασκευή εφεδρικών γεννητριών αερίου, συστημάτων μπαταριών, καθώς και εκσυγχρονισμένων δικτύων.
Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια «χρυσή εποχή» για τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που είναι σε θέση να επωφεληθούν από την άνθηση της ηλεκτροδότησης. Εταιρείες όπως οι Enel SpA, RWE AG, SSE Plc. και Iberdrola SA θα μπορούσαν να δουν τα κέρδη τους να αυξάνονται κατά 9% ετησίως στο βασικό σενάριο και έως και 11% εάν η αύξηση της ζήτησης αποδειχθεί ισχυρότερη.
Πάντως, για να αποφευχθούν τυχόν ελλείψεις ενέργειας, οι επενδύσεις σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση φυσικού αερίου και συστήματα μπαταριών θα πρέπει να ανέλθουν σε 500 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030, σύμφωνα με την τράπεζα.
Η δυναμικότητα παραγωγής φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 9% κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Οι δαπάνες για το δίκτυο θα αποτελέσουν το μεγαλύτερο μέρος της απαιτούμενης επένδυσης, φτάνοντας συνολικά έως και 1,4 τρισεκατομμύρια ευρώ από τώρα έως το τέλος της δεκαετίας. Η μη πραγματοποίηση αυτών των επενδύσεων, τη στιγμή, μάλιστα, που η Ευρώπη θα βασίζεται όλο και περισσότερο στις διαλείπουσες ΑΠΕ, θα αυξήσει τον κίνδυνο διακοπών ρεύματος όπως το πρόσφατο περιστατικό στην Ισπανία, ανέφερε η Goldman Sachs.