Μαζί με άλλες χώρες των BRICS, αυτή η ευρασιατική συμμαχία αντιπροσωπεύει ένα ισχυρό μπλοκ, με τεράστιους πληθυσμούς και φυσικούς πόρους, και με φιλοδοξία να αμφισβητήσει την παραδοσιακή κυριαρχία των δυτικά καθοδηγούμενων θεσμών.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν πράγματι παρακολουθούμε μια ιστορική μετατόπιση ισχύος που θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τις βάσεις της διεθνούς τάξης. Και αν ναι, ποιες θα είναι οι συνέπειες για την Ευρώπη, και ειδικότερα για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που ήδη αντιμετωπίζει δομικές αδυναμίες, υψηλό κόστος ενέργειας και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες;
Αυτή η αλλαγή ισχύος λαμβάνει χώρα την ώρα που οι ΗΠΑ ακολουθούν έναν ολοένα και πιο απομονωτικό δρόμο, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στο εσωτερικό, προσπαθώντας να προστατεύσουν την οικονομία και τις βιομηχανίες τους από τις παγκόσμιες πιέσεις. Οι πολιτικές συζητήσεις στην Ουάσιγκτον στρέφονται γύρω από δασμούς, προστατευτισμό και αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού, αντικατοπτρίζοντας μια αμυντική στάση απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή της Κίνας. Ωστόσο, αυτή η απόσυρση από την παγκόσμιαηγετική θέση των ΗΠΑ, δημιουργεί ένα κενό που η Κίνα και οι σύμμαχοί της είναι έτοιμοι να καλύψουν.
Η Ευρώπη, από την πλευρά της, δυσκολεύεται να βρει το βηματισμό της. Παρά τη μεγάλη οικονομική της δύναμη, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει τη συνοχή που θα της επέτρεπε να λειτουργήσει ως ενιαίο γεωπολιτικό υποκείμενο. Χωρίς κοινή εξωτερική, αμυντική ή ακόμη και ενεργειακή πολιτική, η ΕΕ παραμένει κατακερματισμένη, ανίκανη να εκφράσει μια ενιαία βούληση ή να προβάλλει δύναμη σε επίπεδο ανάλογο με την οικονομική και εμπορική της ισχύ. Στην πράξη, η Ευρώπη δεν μπορεί να ανταγωνιστεί πραγματικά ούτε τις ΗΠΑ ούτε την Κίνα και κινδυνεύει να μετατραπεί σε παθητικό παρατηρητή και πεδίο όπου οι συγκρούσεις μεγάλων δυνάμεων θα λαμβάνουν χώρα με περιορισμένη δυνατότητα προστασίας των δικών της συμφερόντων.
Αυτή η γεωπολιτική μετάβαση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική αν εξεταστεί υπό το πρίσμα του κόστους ενέργειας και της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας. Σήμερα, οι τιμές ενέργειας στην Ευρώπη παραμένουν κατά μέσο όρο τέσσερις φορές υψηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ και τρεις φορές υψηλότερες από ό,τι στην Κίνα και τη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η διαφορά δεν αποτελεί προσωρινή ανισορροπία, αλλά απειλεί τα θεμέλια του βιομηχανικού μοντέλου της Ευρώπης. Βιομηχανίες εντατικής κατανάλωσης ενέργειας όπως χημικές, χάλυβα, αλουμινίου, τσιμέντου και λιπασμάτων αντιμετωπίζουν αυξανόμενη πίεση, με πολλές εταιρείες είτε να κλείνουν, είτε να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε περιοχές χαμηλότερου κόστους, είτε να χάνουν έδαφος έναντι του ανταγωνισμού.
Σε ό,τι αφορά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτές τις βιομηχανίες για θέσεις εργασίας, εξαγωγές και οικονομική σταθερότητα, οι συνέπειες είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ήδη αντιμετωπίζουν υψηλούς λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος που υπονομεύουν τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και πιέζουν τα νοικοκυριά. Αν η Ευρώπη δεν αντιμετωπίσει αυτό το ενεργειακό μειονέκτημα, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης θα εξασθενήσουν, αφήνοντας ολόκληρες περιοχές ευάλωτες στη αποβιομηχάνιση, την ανεργία και την κοινωνική αναταραχή, γεγονός που αυξάνει την επιρροή εξωτερικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ρωσίας, που μπορούν να προσφέρουν κεφάλαια, επενδύσεις υποδομών ή φθηνή ενέργεια.
Η Κίνα βλέπει στις αδυναμίες της Ευρώπης μια ευκαιρία. Μέσω της Πρωτοβουλίας μίας Ζώνης και ενός Δρόμου (BRI), το Πεκίνο έχει ήδη επενδύσει σημαντικά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα σε υποδομές, μεταφορικούς διαδρόμους και ενεργειακά έργα. Το λιμάνι του Πειραιά, που ελέγχεται από την κινεζική COSCO, αποτελεί σημείο αναφοράς για το πώς η Κίνα τοποθετεί στρατηγικά την επιρροή της στην πύλη της Ευρώπης στη Μεσόγειο. Αντιστοίχως, κεφάλαια από την Κίνα έχουν επενδυθεί σε οδικούς άξονες, σιδηροδρομικά δίκτυα και σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εδραιώνοντας την επιρροή της σε μια περιοχή που συχνά παραβλέπεται από τις Βρυξέλλες.
Καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει υψηλές τιμές ενέργειας και αργή ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ενδέχεται να γίνουν πιο δεκτικές στις προσφορές χρηματοδότησης, τεχνολογίας ή συνεργασίας από την Κίνα, γεγονός που φέρνει οικονομικά οφέλη αλλά και αυξάνει την εξάρτηση από το Πεκίνο, με πιθανούς κινδύνους για την κυριαρχία και τη στρατηγική αυτονομία.
Τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα κρίσιμα για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι ενεργειακών διαδρομών, στρατηγικών συμφερόντων και εμπορικών διαδρόμων. Η περιοχή ήδη πιέζεται από την ευρωπαϊκή πολιτική απολιγνιτοποίησης και την ανάγκη δαπανηρών επενδύσεων σε πράσινες υποδομές, ενώ ταυτοχρόνως αντιμετωπίζει οικονομικά μειονεκτήματα και χαμηλότερα εισοδήματα νοικοκυριών σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη. Η κρίση στην αγορά φυσικού αερίου λόγω του πολέμου στην Ουκρανία έχει αναδιαμορφώσει τις ενεργειακές ροές, αυξάνοντας την εξάρτηση από δαπανηρές εισαγωγές LNG. Η Κίνα, επομένως, εμφανίζεται ως ελκυστική εναλλακτική, αλλά η σύνδεση με το Πεκίνο μπορεί να εγκλωβίσει την περιοχή σε μια ευρασιατική τάξη όπου η Κίνα καθορίζει τους όρους.
Αν η ΕΕ θέλει να αποτρέψει τη Νοτιοανατολική Ευρώπη από το να κινηθεί ολοένα πιο κοντά στην Κίνα, πρέπει να δράσει αποφασιστικά. Αυτό σημαίνει να αντιμετωπιστεί το κόστος ενέργειας μέσω πρακτικών πολιτικών, όπως επενδύσεις σε πυρηνική ενέργεια, αξιοποίηση εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και εκσυγχρονισμός υποδομών, καθώς και προσφορά ανταγωνιστικών χρηματοδοτικών εργαλείων που να μπορούν να αντισταθμίσουν τις κινεζικές προσφορές. Επιπλέον, η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει προς πραγματική πολιτική και οικονομική συνοχή. Χωρίς μια ενιαία ενεργειακή και αμυντική πολιτική, η Ένωση δεν μπορεί να αντισταθμίσει αξιόπιστα το αναδυόμενο ευρασιατικό μπλοκ.
Η σύγκλιση Κίνας, Ρωσίας, Ινδίας, Ιράν και άλλων χωρών BRICS στο SCO σηματοδοτεί μια καμπή στη διεθνή τάξη. Ενώ η Δύση συζητά τις προτεραιότητές της και η ΕΕ παραμένει διαιρεμένη, η Κίνα εδραιώνει σταθερά την επιρροή της στην Ευρασία. Για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αυτή η δυναμική φέρνει τόσο ευκαιρίες όσο και κινδύνους. Χωρίς μείωση του ενεργειακού κόστους, αναζωογόνηση της βιομηχανικής βάσης και στρατηγική ενότητα, η περιοχή ενδέχεται να βρεθεί όλο και πιο κοντά στη νέα παγκόσμια τάξη της Κίνας — όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη.