Είναι, όμως, διασφαλισμένη η θέση της Ελλάδος, από τη στιγμή που η χώρα μας ούτε έχει ανακηρύξει ρητά και σε όλο το εύρος ΑΟΖ, αλλά ούτε έχει δημοσιεύσει τους σχετικούς χάρτες και δεν τούς έχει καταθέσει στον ΟΗΕ, ώστε να γνωστοποιήσει με τον πιο επίσημο τρόπο διεθνώς τα κυριαρχικά της δικαιώματα; Πιστεύουμε πως ο νόμος Μανιάτη (4001/2011) είναι η αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για κάτι τέτοιο, γιατί πρόκειται για εσωτερικό νόμο και όχι για διεθνές έγγραφο και, επιπλέον, δεν ανακηρύσσει ΑΟΖ αλλά θέτει τις βάσεις για τη μελλοντική πλήρη ανακήρυξη και οριοθέτησή της. Και, μπορεί τα οικόπεδα που προκήρυξε η Λιβύη στον πρόσφατο διαγωνισμό να μην παραβιάζουν τη μέση γραμμή, όμως η ρηματική διακοίνωσή της της 20ης Ιουνίου 2025 στον ΟΗΕ έδειξε πως η βορειοαφρικανική χώρα απλά επιφυλάσσεται να προκηρύξει νέες παραχωρήσεις πάνω από αυτή αργότερα, καθώς σε αυτή τη διακοίνωση καταγγέλλει τον χάρτη της πρόσκλησης ενδιαφέροντος για έρευνες σε θαλάσσιες περιοχές σε Πελοπόννησο και Κρήτη, που δημοσίευσε η Ελλάδα στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ στις 12 Ιουνίου 2025. Συνεπώς, αφού, επιπλέον, αναφέρει ως θαλάσσια οριογραμμή με τη χώρα μας αυτή που προβλέπει το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, θεωρεί ότι δυνητικά εκείνη – και όχι η Ελλάδα – μπορεί και δικαιούται να προκηρύξει διεθνή διαγωνισμό για έρευνες υδρογονανθράκων στις περιοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν και το μεγαλύτερο μέρος των οικοπέδων «Νότια της Κρήτης 1» και «Νότια της Κρήτης 2». Οπωσδήποτε, στην ως άνω διακοίνωση δεν θεωρεί ότι οι περιοχές αυτές βρίσκονται σε ελληνική δικαιοδοσία αλλά, αντίθετα, «εμπίπτουν σε θαλάσσιες ζώνες που εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ανεπίλυτης διαφοράς μεταξύ Λιβύης και Ελλάδας».
Το δεδομένο, λοιπόν, είναι ότι η Λιβύη, έχει προχωρήσει στη μονομερή κατάθεση ορίων της υφαλοκρηπίδας της στον ΟΗΕ σε συνέχεια της ρηματικής διακοίνωσης της 27ης Μαΐου 2025, βάσει του τουρκολιβυκού συμφώνου. Έτσι, όσο η Ελλάδα δεν προχωρά σε επίσημη ανακήρυξη ΑΟΖ και ταυτόχρονη κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ, υπάρχει ένας πολύ απτός και συγκεκριμένος κίνδυνος: η Λιβύη να επικαλεστεί τις ρηματικές της διακοινώσεις και να απευθυνθεί στις εταιρείες που θα συμμετάσχουν στον διαγωνισμό για τα οικόπεδα νοτίως της Κρήτης, ισχυριζόμενη ότι καταπατούν τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Και, φυσικά, επειδή οι μεγάλες εταιρείες δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τα εθνικά συμφέροντα κανενός κράτους περισσότερο από τα κέρδη τους – ιδίως όταν πρόκειται για κράτη του μεγέθους αλλά και του …κύρους της Ελλάδος, που έχει «κατορθώσει» να μη γίνεται σεβαστή ούτε καν από μία εκλιπούσα κρατική οντότητα όπως η Λιβύη - δεν θα ενδιαφερθούν για το ποια χώρα έχει δίκιο αλλά για το πώς θα προχωρήσουν το συντομότερο δυνατό σε έρευνα και παραγωγή.
Ουδείς αποκλείει, λοιπόν, οι εταιρείες να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τη λιβυκή διπλωματική δραστηριότητα εναντίον της χώρας μας, και να κάνουν λόγο για «διεθνή διαφορά η οποία θα πρέπει να επιλυθεί πριν προχωρήσουν οι έρευνες» - είτε μέσω κάποιας διεθνούς περιφερειακής διάσκεψης είτε μέσω παραπομπής στη Χάγη, είτε, ακόμη, χειρότερα, σε διεθνές διαιτητικό δικαστήριο. Άλλωστε, η Λιβύη είναι μία χώρα με καλής ποιότητας και, μάλιστα, επί χρόνια γνωστό και δοκιμασμένο δυναμικό υδρογονανθράκων και οι μεγάλες πετρελαϊκές επιζητούν να ενισχύσουν τη θέση τους σε αυτή μετά από το χάος που ακολούθησε την ανατροπή Καντάφι. Αυτό δείχνει και το μεγάλο ενδιαφέρον στον προαναφερθέντα πρόσφατο διεθνή διαγωνισμό αλλά και η ανακοίνωση της NOC, στις 25 Αυγούστου, ότι σύντομα θα διοργανώσει ένα φόρουμ ενέργειας Λιβύης-ΗΠΑ με στόχο την ενίσχυση των συνεργασιών και των επενδύσεων στον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου της βορειοαφρικανικής χώρας. Αντίθετα, οι πετρελαϊκές αυτές – αμερικανικές αλλά όχι μόνο – μόλις τώρα βάζουν «στο ραντάρ τους» την Ελλάδα, από την οποία, μάλιστα, έχουν πικράν πείραν από τις αλλεπάλληλες παλινωδίες στον τομέα των ερευνών.
Και θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι είναι πολύ πιθανό η Ελλάδα να βρεθεί στην πολύ δυσχερή θέση να δει τα δικαιώματά της να υπολογίζονται όχι με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και τη Σύμβαση του Montego Bay του 1982, που το κωδικοποιεί, αλλά με βάση την ασαφή έννοια της «ευθυδικίας», (ex aequo et bono – «σύμφωνα με το δίκαιο και το καλό»), αρχή, άλλωστε, που πάγια επικαλείται η Τουρκία στα ζητήματα που εγείρει ενάντια στη χώρα μας.
Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο ότι η Ελλάδα δεν έχει ανακηρύξει ΑΟΖ έναντι της Λιβύης και δεν έχει επεκτείνει παντού τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν. μ. Τη Σύμβαση του 1982 δεν έχει υπογράψει όχι μόνο η άσπονδη «φίλη και σύμμαχος» Τουρκία (καθώς και η Συρία, «νεοφώτιστος» δορυφόρος της μετά την πτώση του Άσαντ) αλλά ούτε και χώρες στη στήριξη των οποίων υπολογίζουμε, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ και η Λιβύη, αν και την έχει υπογράψει, δεν την έχει επικυρώσει – και, άρα, δεν δεσμεύεται από αυτήν και, συνεπώς, μάλλον δεν θα πρέπει να αναμένουμε να δεχθεί ούτε την πλήρη εφαρμογή της Σύμβασης ούτε και την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου, που αυτή θέσπισε για τα συμβαλλόμενα σε αυτή μέρη.
Επιπλέον, με την πρόσφατη ρηματική διακοίνωση της η Αίγυπτος, με αφορμή την δημοσίευση, εκ μέρους της Ελλάδος, του χάρτη με τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ), αν και έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του 1982, έχει αρχίσει να αμφισβητεί τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στη Μεσόγειο. Και αυτό γιατί η Ελλάδα δέχθηκε, στην τμηματική χάραξη ΑΟΖ, που προβλέπει η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία του 2020, μειωμένη επήρεια σε νησιά και βραχονησίδες σε σχέση με τα δικαιώματα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, δημιουργώντας, έτσι, και ένα αρνητικό γι’ αυτήν προηγούμενο σε μελλοντική ανάλογη διευθέτηση και απέναντι στη Λιβύη αλλά και απέναντι στην Τουρκία.
Συμπερασματικά, η χώρα μας, εξαιτίας της διπλωματικής και γεωπολιτικής αβελτηρίας, ατολμίας και προχειρότητας που επιδεικνύει εδώ και αρκετά χρόνια – και με μεγαλύτερη ένταση σήμερα - κινδυνεύει να μετατρέψει την είσοδό της στον παγκόσμιο χάρτη των ερευνών υδρογονανθράκων από ευκαιρία σε ζωτικής σημασίας κίνδυνο για τα κυριαρχικά δικαιώματα και, με αυτόν τον τρόπο, να απεμπολήσει την κυριαρχία που τής αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.