Ο ακριβής λόγος που ο Τραμπ επιθυμεί τόσο διακαώς τη συγκεκριμένη τιμή δεν είναι σαφής. Ορισμένοι αποδίδουν την εμμονή του στην ανάγκη να συγκρίνεται με τον πρώην Πρόεδρο Ομπάμα, τον οποίο προσπαθεί να ανταγωνιστεί εδώ και σχεδόν μία δεκαπενταετία. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι ο Τραμπ θέλει το Νόμπελ ώστε να εδραιώσει την υστεροφημία του και να θέσει στο περιθώρια τα πάμπολλα σκάνδαλα για τα οποία τον κατηγορούν ήδη από την πρώτη θητεία του. Για λίγους “μυημένους”, οι κινήσεις του Τραμπ δεν είναι απλές πολιτικές επιλογές αλλά αποτελούν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο που βασίζεται στη θεία βούληση. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος δεν έχει κρύψει ποτέ τον στόχο του. Αντιθέτως, τόσο η κυβέρνησή του, όσο και οι διεθνείς εταίροι του, αναφέρουν όλο και συχνότερα την υποψηφιότητά του για το βραβείο, γνωρίζοντας πως ο Πρόεδρος εκτιμά τέτοιες δημόσιες δηλώσεις θαυμασμού.
Κατά πάσα πιθανότητα ο Τραμπ δεν μπορεί να κερδίσει φέτος, μιας και η τελική διορία υποβολής υποψηφιοτήτων ήταν στα τέλη Ιανουαρίου. Η ημερομηνία αυτή παρήλθε πριν ξεκινήσει να “επιλύει” διάφορες διαμάχες, μεταξύ αυτών η ολιγοήμερη σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν, η παρολίγο σύγκρουση Καμπότζης-Ταϊλάνδης, και, πιο πρόσφατα, η διαχρονική σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας. Αυτό σημαίνει πως θα συνεχίσει να απασχολείται με την επίλυση διμερών διαφορών και το 2026, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά. Ευτυχώς για τον ίδιο— και δυστυχώς για την ανθρωπότητα— υπάρχουν πολλές περιοχές που ακόμα καταγράφονται εντάσεις ή και πόλεμοι. Μάλιστα, όπως καταδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία, η τρέχουσα συγκυρία είναι μία περίοδος όπου σημειώνεται πολύ υψηλός αριθμός συγκρούσεων ιστορικά.
Το πραγματικό ζήτημα για τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους είναι κατά πόσο η παρέμβαση Τραμπ σε όλες αυτές τις διαμάχες έχει θετικά αποτελέσματα μακροπρόθεσμα. Για να μην παρεξηγηθούμε, όλοι οι πόλεμοι είναι απευκταίοι και ιδανικά καμία πολιτική ή διπλωματική διαφορά δεν θα έπρεπε να λυθεί με τη χρήση βίας. Ωστόσο, δεν ζούμε σε κάποια ουτοπία. Οι πόλεμοι συμβαίνουν και το καλύτερο σενάριο είναι το τέλος τους να οδηγεί σε μία βελτιωμένη κατάσταση, όπου οι πρώην εμπόλεμες πλευρές συμβιώνουν ειρηνικά, οι όποιες διαφωνίες έχουν λυθεί μέσω της διπλωματίας, και υπάρχουν σοβαρές δικλείδες-ασφαλείας ώστε να αποφευχθεί μία νέα κλιμάκωση. Στην πραγματικότητα, ο τερματισμός των βίαιων συγκρούσεων συνιστά έναν ξεχωριστό κλάδο της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων, με τους σπουδαστές να μαθαίνουν ρεαλιστικές προσεγγίσεις και εργαλεία ώστε να διαμορφώσουν μία βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ειρήνη μεταξύ των πρώην εχθρικών δυνάμεων.
Πέραν του ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ δεν φαίνεται να γνωρίζει ή να ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση αυτών των συνθηκών, έχει επίσης διορίσει αξιωματούχους που έχουν ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ως εκ τούτου, οι συγκρούσεις που σταματά ή αποτρέπει δεν επιλύονται ουσιαστικά, αλλά απλώς παγώνουν επιφανειακά. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό καθώς οι εμπόλεμοι έχουν περισσότερο χρόνο να εξοπλιστούν με πιο φονικά οπλικά συστήματα, να συγκεντρώσουν μεγαλύτερες δυνάμεις, και μεγιστοποιήσουν τα εκατέρωθεν αιτήματά τους. Συνεπώς, όταν εντέλει ξεσπούν αυτές οι συγκρούσεις, είναι πολύ πιο δύσκολο να τερματιστούν και καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις, το πάγωμα μίας σύγκρουσης σημαίνει πως η πλευρά που είχε το (Διεθνές) δίκαιο με το μέρος της, χάνει σταδιακά τα όποια πλεονεκτήματα της αναγνωρίζονταν, φτάνοντας εντέλει σε πολύ μειονεκτική θέση. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για να βρούμε μία τέτοια ισορροπία καθώς η κατάσταση στην Κύπρο έχει εξελιχθεί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο την τελευταία πεντηκονταετία.
Είναι, λοιπόν, μία πολύ ουσιώδης ανησυχία το κατά πόσο ο Πρόεδρος Τραμπ θα συνεχίσει να “ναρκοθετεί” το διεθνές σύστημα απλώς για να εξασφαλίσει ένα Νόμπελ Ειρήνης. Πόσο μάλλον όταν δεν διστάζει να εμπλακεί σε εξαιρετικά πολύπλοκες διαφορές που ξεκινούν δεκαετίες— αν όχι αιώνες— στο παρελθόν και τις οποίες δεν μπορεί να κατανοήσει, ούτε σε γεωπολιτικό επίπεδο, ούτε σε ανθρωπιστικό. Αν επιθυμούσε να δώσει πραγματικά βιώσιμες λύσεις, τότε ακόμα και οι πιο θορυβώδεις επικριτές του δεν θα μπορούσαν παρά να τον χειροκροτήσουν. Οι μέχρι τώρα κινήσεις του, όμως, δεν δείχνουν κάτι τέτοιο.