Εξι μήνες αφού ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αποδείξει ότι όποιος αψηφά τις όποιες βουλές του, κινδυνεύει να το πληρώσει ακριβά: ένας πολιτικός αντίπαλος μπορεί να τεθεί υπό έρευνα, ένα «αριστερό» πανεπιστήμιο να χάσει την κρατική επιχορήγηση, μια ενοχλητική οργάνωση να διωχθεί, ένας

σχολαστικός δημόσιος υπάλληλος να απολυθεί ενώ όσον αφορά τα άλλα κράτη, είτε είναι αντίπαλα είτε φίλια, πλανιέται ο κίνδυνος των δασμών. Ο αμερικανός πρόεδρος αρέσκεται επίσης να προσβάλλει και να ταπεινώνει δημοσίως όλους όσοι δεν συμμορφώνονται προς τις όποιες θέσεις και επιθυμίες του.

Εν ολίγοις ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πάντα ετοιμοπόλεμος, πανέτοιμος να επιτεθεί σε όποιον στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά του, σε όλους εκτός από τον ρώσο ομόλογό του, όπως αποδείχθηκε για πολλοστή φορά την περασμένη Παρασκευή στην Αλάσκα. «Ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποτελεί μια μυστηριώδη εξαίρεση», γράφει ο Economist, και όχι μόνο σήμερα, στο πλαίσιο των προσπαθειών του Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά εδώ και πολλά χρόνια.

Οσον αφορά τα τρεξίματα του λόγω της ρωσικής εμπλοκής στις προεδρικές εκλογές του 2016, ο αμερικανός πρόεδρος έχει κατηγορήσει τους πάντες εκτός από τον επικεφαλής του Κρεμλίνου. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επίσης απαλλάξει τον Πούτιν από κάθε ευθύνη για τον πόλεμο στην Ουκρανία, κατηγορώντας για την πρόκλησή του τον «αδύναμο» Τζο Μπάιντεν αλλά και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Μάλιστα όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, ο αμερικανός πρόεδρος είχε επαινέσει την «οξύνοιά» του.

Τους προηγούμενους μήνες, καθώς ο ρώσος πρόεδρος πρακτικά χλεύαζε τον Τραμπ για τις υποσχέσεις του περί τερματισμού του πολέμου σε μία μέρα και τις εκκλήσεις του για κατάπαυση του πυρός, ο αμερικανός ηγέτης που είχε απειλήσει με «φωτιά και οργή» τη Βόρεια Κορέα και με δασμούς ύψους 245% την Κίνα, τελικά αντέδρασε περισσότερο παραπονετικά παρά αποφασιστικά. «Βλαντίμιρ, ΣΤΑΜΑΤΑ!» έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον Απρίλιο, ποντάροντας στην υποτιθέμενη μεταξύ τους οικειότητα, εξ ου και η χρήση του βαφτιστικού ονόματος του Πούτιν.

Στη συνέχεια, καθώς η Μόσχα συνέχιζε να βάλλει κατά ουκρανικών πόλεων, σκοτώνοντας αμάχους, ο Τραμπ προέβη, στα τέλη του Απριλίου, σε μια ακόμη περισσότερο αναπάντεχη κίνηση, αναγνωρίζοντας δημοσίως πως ο Πούτιν «ίσως να μην θέλει να σταματήσει τον πόλεμο, απλώς να με εμπαίζει». Επειτα από έναν μήνα, έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο «φίλος» του δεν αποκλείεται να έχει «ΤΡΕΛΑΘΕΙ εντελώς!», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά. Και στις αρχές του Ιουλίου παραδέχτηκε πως «είναι πολύ ευγενικός (ο Πούτιν) συνεχώς αλλά αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει αντίκρισμα». Κάποια στιγμή ο Τραμπ απείλησε με δευτερεύουσες κυρώσεις στη Ρωσία, αλλά στη συνέχεια παρασύρθηκε από τα αμφίσημα μηνύματα του Πούτιν περί ειρήνης, ανταμείβοντάς τον με μια σύνοδο κορυφής στις ΗΠΑ.

«Γιατί με αυτόν τον άνθρωπο ο Τραμπ είναι τόσο εξυπηρετικός;», διερωτάται ο Economist. Εως σήμερα οι όποιες προσπάθειες δημοσιογράφων, μελών του Κογκρέσου αλλά και εισαγγελέων να ανακαλύψουν την αιτία δεν είχαν αποτέλεσμα, παρότι το φόντο ήταν ήδη επαρκώς ύποπτο.

Πρώτη φορά δημοσίως, στην τηλεόραση, ο Τραμπ τον Πούτιν τον επαίνεσε το 2007. Το 2013, αφού τον προσκάλεσε στα καλλιστεία Miss Universe που πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα, διερωτήθηκε στο Twitter εάν ο επικεφαλής του Κρεμλίνου θα ήταν ο «νέος καλύτερός του φίλος». Ζήτησε επίσης τη βοήθειά του για να χτίσει έναν ουρανοξύστη στη Μόσχα την περίοδο 2013-2016 ενώ το 2015 προσπάθησε πολλές φορές, δίχως, ωστόσο, επιτυχία, να εξασφαλίσει μια συνάντηση μαζί του.

Στη συνέχεια ακολούθησε η παρέμβαση της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, στο πλαίσιο της οποίας παραβιάστηκαν οι λογαριασμοί ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των Δημοκρατικών με στόχο την υπονόμευση της υποψηφιότητας της Χίλαρι Κλίντον. Ορισμένοι δημοσιογράφοι άρχισαν να κάνουν λόγο για «συμπαιγνία», ισχυριζόμενοι ότι ο Πούτιν κρατούσε τον Τραμπ στο χέρι με μια άσεμνη βιντεοκασέτα. Ομως αποδείχθηκε πως επρόκειτο για εσκεμμένες διαδόσεις με στόχο την ενίσχυση της Χίλαρι Κλίντον.

Σήμερα, έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία, η ρωσική εμπλοκή (η οποία κόστισε ελάχιστα στο Κρεμλίνο) «εξακολουθεί να ωφελεί τους εχθρούς της Αμερικής, δηλητηριάζοντας την πολιτική της και αποσπώντας την προσοχή των ηγετών της», σχολιάζουν οι Βρετανοί, θυμίζοντας πως η Παμ Μπόντι, η υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, διέταξε να γίνει έρευνα με πολυπληθή επιτροπή ενόρκων για αυτό που ο Τραμπ χαρακτηρίζει ως προδοσία από τον Μπαράκ Ομπάμα και άλλους αξιωματούχους της κυβέρνησής του.

Βάση της υπόθεσης αποτελεί η στρεβλή ερμηνεία ενός ευρήματος των μυστικών υπηρεσιών κατά τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας Ομπάμα. Η Τάλσι Γκάμπαρντ, διευθύντρια των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, δήλωσε ότι επειδή η Μόσχα δεν χάκαρε μηχανές ψηφοφορίας, το συμπέρασμα ότι προσπάθησε να βοηθήσει τον Τραμπ ήταν ψευδές. Στην πραγματικότητά, όμως, αυτό που ανακαλύφθηκε στο πλαίσιο των ερευνών που διεξήχθησαν υπό τον Μπαράκ Ομπάμα ήταν, αντιθέτως, ότι το Κρεμλίνο επιδίωξε να επηρεάσει τις εκλογές, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη.

Το πρώτο που επισημαινόταν στην πρώτη σελίδα της λεπτομερούς έκθεσης που συντάχθηκε το 2019 από τον ανεξάρτητο ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ, ήταν πως «η ρωσική κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να ωφελούνταν από μια προεδρία Τραμπ και εργάστηκε για να εξασφαλίσει αυτό το αποτέλεσμα». Ο Μιούλερ επέρριψε ευθύνες σε πολλούς Ρώσους ενώ πρώην βοηθοί του Τραμπ ομολόγησαν ότι είχαν παραβιάσει διάφορους νόμους. Ομως στοιχεία ότι υπήρξε κάποιου είδους συντονισμός ή συμπαιγνία μεταξύ του επιτελείου του Τραμπ και των Ρώσων δεν εντοπίστηκαν. Στα συμπεράσματά του ο Μιούλερ σημείωσε πως η έκθεση δεν επέρριπτε μεν στον Τραμπ ευθύνη για κάποιο έγκλημα αλλά ούτε τον απάλλασσε από τις όποιες υποψίες. «Το αίνιγμα του θαυμασμού του Τραμπ για τον Πούτιν ίσως να αντιμετωπιζόταν καλύτερα από τους ψυχολόγους», σχολιάζει ο Economist. Σίγουρα, έχοντας υπάρξει πράκτορας της KGB, ο Πούτιν ξέρει πώς να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του αμερικανού ομολόγου του, περιλαμβανομένης και της ματαιοδοξίας, δωρίζοντάς του, για παράδειγμα, τον περασμένο Μάρτιο ένα πορτρέτο του εαυτού του, κίνηση η οποία φέρεται να «συγκίνησε» τον αμερικανό πρόεδρο.

Σύμφωνα, όμως, με τους Βρετανούς αυτή η «συγκαταβατική εικασία», όπως την χαρακτηρίζει, ενδέχεται τρόπον τινά να αδικεί τον Ντόναλντ Τραμπ, υποτιμώντας, συγχρόνως, τον κίνδυνο, καθώς φαίνεται πως ο αμερικανός πρόεδρος έχει σοβαρούς λόγους να ταυτίζεται με τον ρώσο ομόλογό του.

Από τη δεκαετία του 1930, ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η θέση (η οποία εμπεριέχεται και στον χάρτη του ΟΗΕ) ότι καμία χώρα δεν μπορεί να αποκτά εδάφη με τη βία. Αλλά κατά την πρώτη του θητεία, στο πλαίσιο του οράματός του για ειρήνη στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ αναγνώρισε δύο φορές κατακτημένα εδάφη, του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν και του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα, ενώ σήμερα επιδιώκει ανοιχτά τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία μέσω της παραχώρησης κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών στη Μόσχα.

«Ετσι πιστεύουν οι “οξύνοες” άνθρωποι, όπως ο Τραμπ και ο Πούτιν, ότι λειτουργεί στην πραγματικότητα -ή θα έπρεπε να λειτουργεί- ο κόσμος: όχι σύμφωνα με κανόνες που έχουν επινοηθεί για τη διατήρηση της διεθνούς τάξης από σχολαστικούς διπλωμάτες αλλά μέσω της υποταγής στην εξουσία που ασκούν σπουδαίοι άνδρες. Ενας κόσμος όμηρος αυτής της θεωρίας μπορεί να είναι η κληρονομιά της πραγματικής τους συμπαιγνίας», προειδοποιεί ο Economist.

 

Protagon.gr

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr