Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι μόνο αν προέκυπτε το επιθυμητό αποτέλεσμα, τουλάχιστον όπως το είχε θέσει αυτός που έλαβε την πρωτοβουλία της άριστα σκηνοθετημένης χορογραφίας, δηλαδή ο αμερικανός πρόεδρος: Να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός, ως δείγμα καλής θέλησης των Ρώσων, επί της οποίας θα ξεκινούσε και μια εις βάθος συζήτηση για τη λήξη του πολέμου της Ουκρανίας.
Αντ’ αυτού, ο πρόεδρος Τραμπ έφυγε από το ημι-παγωμένο Άνκορεϊτζ αρκετή ώρα νωρίτερα του αναμενόμενου, χωρίς να έχει πετύχει το στόχο του, άνευ γεύματος και με το πολυαναμενόμενο τετ α τετ να περιορίζεται στις κουβέντες εντός της αμερικανικής λιμουζίνας. Και με τον Βλαντίμιρ Πούτιν να κάνει, ανενόχλητος, από το βήμα της κοινής συνέντευξης Τύπου το συνηθισμένο μάθημα Ιστορίας, απευθυνόμενος προφανώς πρώτα προς την Ουκρανία και δευτερευόντως προς την Ευρώπη: «Να εξαλείψουμε όλες τις αιτίες της σύγκρουσης». Αυτή η φράση του Ρώσου προέδρου αποτυπώνει με τον πλέον εναργή τρόπο τη μηδενική διάθεσή του για πίσω βήματα στην κατεύθυνση ενός συμβιβασμού.
Ποιες είναι οι «αιτίες της σύγκρουσης», άρα και τα ζητούμενα της Μόσχας επί του πεδίου και της πολιτικής; Η «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, ο εκμηδενισμός του στρατού της, η εγγύηση ότι δεν θα γίνει ποτέ δεκτή στο ΝΑΤΟ ή και την ΕΕ, η αλλαγή του καθεστώτος στο Κίεβο δια της ανατροπής του νόμιμα εκλεγμένου προέδρου της. «Είμαστε αδελφό έθνος», είχε πει λίγο νωρίτερα ο Πούτιν, ο οποίος προφανώς δίνει άλλη ερμηνεία της έννοιας «αδελφοσύνη». Ο Τραμπ δεν απάντησε σε τίποτα από αυτά, παρότι κατά παράβαση κάθε διπλωματικού πρωτοκόλλου μίλησε δεύτερος. Λίγο αργότερα, μάλιστα, είδε εξ αποστάσεως τον ρώσο ομόλογό του να καταθέτει από ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα σε κάθε τάφο των αεροπόρων συμπατριωτών του που έπεσαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν δηλαδή Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ένωση πολέμησαν μαζί τον ναζισμό. Έμοιαζε σαν ο Πούτιν να καλεί τον Τραμπ να εξολοθρεύσουν μαζί έναν άλλο «ναζιστή»: τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Όμως, τα σκληρά μαθήματα της ευρωπαϊκής Ιστορίας δεν σταμάτησαν εκεί. Με αποδέκτη και πάλι τον Τραμπ, ο οποίος εμπέδωσε -όχι με τον καλύτερο για τον ίδιο τρόπο- ότι ειδικά στην ήπειρο που γέννησε τους εθνικισμούς οι πόλεμοι δεν τελειώνουν μέσα σε λίγες μέρες, με τον τρόπο που μπορεί αυτός να φαντασιώνεται ή απλώς με δέλεαρ τις υποτιθέμενες οικονομικές συμφωνίες και τις συνεκμεταλλεύσεις του ορυκτού πλούτου τρίτων. Άραγε, ποιος και με ποιο τρόπο διαβεβαίωσε τον αμερικανό πρόεδρο ότι υπήρχαν πράγματι αξιόλογες πιθανότητες να φέρει τον Πούτιν στα νερά του; Πώς θα υπέγραφε η Μόσχα μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός χωρίς να έχει εξασφαλίσει έστω μέρος των εδαφών που φαίνεται να καταλαμβάνει με τα όπλα και με το αίμα χιλιάδων νεκρών στρατιωτών της;
Από το σημείο της συνειδητοποίησης και μετά, ο Τραμπ ξεκίνησε να βαδίζει στον μοναδικό δρόμο που του απέμεινε: να πετάξει το μπαλάκι στον Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους. Από τη στιγμή που ο ίδιος απέτυχε είναι αυτοί που πρέπει να συνθηκολογήσουν. Το υπονόησε, άλλωστε, και ο Πούτιν από το πόντιουμ, με την ευχή οι Ευρωπαίοι «να μην υπονομεύσουν την πρόοδο που επετεύχθη». Με άλλα λόγια: μένει στα χέρια των προθύμων της ΕΕ και της Μεγάλης Βρετανίας να τραβήξουν την πρίζα από το Κίεβο, πείθοντας τους Ουκρανούς να παραχωρήσουν τη δική τους γη στον Πούτιν. Να νομιμοποιήσουν δηλαδή εν έτει 2025 μια de jure αλλαγή συνόρων στην Ευρώπη, την πρώτη μετά το 1945.
Από τη στιγμή που όπως αποδείχθηκε ουδεμία ουσιαστική προετοιμασία είχε γίνει, προκύπτει ευλόγως μια σειρά αποριών για το τι ακριβώς ζητούσαν στη μακρινή Αλάσκα οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, των πιο ισχυρών πυρηνικών δυνάμεων στον κόσμο. Παραδόξως, εκτός από τον νικητή και τον ηττημένο της Αλάσκας, Τραμπ και Πούτιν έχουν και κοινά οφέλη. Επιχειρούν να επιβάλουν μια αλλαγή παραδείγματος στη διπλωματία του μεταπολεμικού κόσμου. Μετατρέπουν έναν πόλεμο με παγκόσμια χαρακτηριστικά σε διμερές ζήτημα. Και κατ’ επέκταση θέλουν να εμφανιστούν ως οι δύο ηγετικές δυνάμεις του νέου πολυπολικού κόσμου, στον οποίο οι διεθνείς και πολυμερείς οργανισμοί, όπως είναι το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχουν την παραμικρή δύναμη επιρροής. Ενός κόσμου, όπου το διεθνές δίκαιο όπως και γενικότερα οι βασικές αρχές της διεθνούς τάξης δεν έχουν καμία σημασία.
Η απόλυτη διμεροποίηση αντικατοπτρίστηκε στην εικόνα του τραπεζιού της Αλάσκας. Από αυτό απουσίαζε, όχι κατ’ επιλογήν, ο άμεσα ενδιαφερόμενος, δηλαδή η Ουκρανία, η οποία πριν από τριάμισι χρόνια δέχθηκε παράνομη εισβολή από την Ρωσία. Απουσίαζαν όμως και οι Ευρωπαίοι, αυτοί δηλαδή που επηρεάζονται περισσότερο από την αλλαγή των όρων του δυτικού συστήματος ασφαλείας, ειδικά αν κανείς θεωρήσει δεδομένη την επαναχάραξη των συνόρων στην Ανατολική Ευρώπη. Όποια και αν είναι η τελική έκβαση του πολέμου, οι Ευρωπαίοι θα δουν τη Ρωσία να πλησιάζει ακόμα εγγύτερα στη δική τους επικράτεια.
Και ακριβώς αυτό είναι το μάθημα που οφείλουν να εμπεδώσουν κάποιοι από τους «27», μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στον κόσμο που διαμορφώνεται απαιτείται εγρήγορση τόσο σε διπλωματικό, όσο και σε αμυντικό επίπεδο. Καμία συμμαχία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη- ειδικά από τη στιγμή που η Ουάσινγκτον επί Ντόναλντ Τραμπ βλέπει το ΝΑΤΟ ως ένα απλό κέλυφος, χωρίς να θεωρείται καν δεδομένη η αμυντική συνδρομή σε κράτος- μέλος που δέχεται επίθεση.
Η εποχή των παχιών αγελάδων για την ΕΕ ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Η Ένωση που δημιουργήθηκε με πρόταγμα την οικονομία και την ανάπτυξη οφείλει να μετεξελιχθεί στη βάση της κοινής άμυνας και της διπλωματίας, έστω και αν απαιτηθεί η δημιουργία πιο μικρών και κυρίως πιο ευέλικτων πυρήνων στο εσωτερικό της. Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας καθίσταται πιο επίκαιρο από ποτέ και εντός των λίγων επόμενων ετών θα φανεί αν πράγματι οι συμμετέχοντες έχουν αντιληφθεί την κρισιμότητα της συγκυρίας.
Δεν αρκούν τα λόγια και οι έμπρακτες προσπάθειες κατευνασμού ώστε να κερδηθεί η εύνοια του αμερικανού προέδρου, όπως αυτές οι ανοίκειες που είδαμε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Χάγης από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, αλλά και ηγέτες μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Εξίσου λεπτή είναι η ισορροπία που πρέπει να τηρήσει και η Αθήνα. Αποτελεί μεν προτεραιότητα η ενίσχυση της ελληνοαμερικανικής συμμαχίας – άλλωστε δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός ανέδειξε κατά τη διάρκεια της τελευταίας τηλεδιάσκεψης των Ευρωπαίων τη σημασία του «αμερικανικού ρόλου και της διατλαντικής σχέσης» στο ουκρανικό ζήτημα- όμως είναι πλέον φανερό ότι αυτοί που σχεδιάζουν την ελληνική στρατηγική θα πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται έξω από τις κλασικές νόρμες, με έμφαση στην αποτροπή, τη δημιουργία νέων ερεισμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, και ίσως περισσότερο ευρωπαϊκά. Τουλάχιστον για όσο διαρκέσει ο τυφώνας Τραμπ.
Από το Protagon.gr