στην αγορά πράσινης ενέργειας της Γερμανίας, καθώς ο ευρύτερος κλάδος φαίνεται να περνά σε μία περίοδο ύφεσης, έπειτα από αρκετά χρόνια ανάπτυξης. Το πρώτο πλήγμα ήρθε προ ολίγων εβδομάδων, όταν το λόμπι των αιολικών BDEW ανακοίνωσε πως η Γερμανία δεν συνέδεσε ούτε μία νέα υπεράκτια ανεμογεννήτρια στο δίκτυο για το α’ εξάμηνο του 2025, με την εγκατεστημένη ισχύ να παραμένει στα 9,2 GW.
Επί του παρόντος υπάρχει 1,9 GW υπεράκτιων αιολικών σε φάση κατασκευής, 3,6 GW σε φάση τελικής επενδυτικής απόφασης, και 17,5 GW σε φάση αναζήτησης επενδυτών κατόπιν της αδειοδότησης. Με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2030 να είναι τα 30 GW, ουσιαστικά η Γερμανία καλείται να τριπλασιάσει την υφιστάμενη υπεράκτια ισχύ μέσα σε λιγότερο από μία πενταετία. Δυστυχώς, αυτός ο στόχος μοιάζει πιο μακρινός από ποτέ.
Όπως δήλωσε η BDEW, ο πιο πρόσφατος διαγωνισμός για νέα έργα υπεράκτιων αιολικών έληξε χωρίς καμία αίτηση από τους επενδυτές. Η προκήρυξη αφορούσε σε δύο έργα, μία μονάδα 2000 MW και μία άλλη 500 MW, οι οποίες θα έπρεπε να τεθούν σε λειτουργία μέχρι το 2031. Το λόμπι ανέφερε μία σειρά λόγων για το μειούμενο ενδιαφέρον των επενδυτών: το υψηλό αρχικό κόστος εξαιτίας των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών, και τις απρόβλεπτες τιμές της αγοράς ενέργειας. Σημαντικός παράγοντας ανησυχίας θεωρείται η ευρύτερη επιβράδυνση της πράσινης μετάβασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την πλευρά της, η Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Καταρίνα Ρέιχε, προσέφερε μία διαφορετική ανάγνωση των γεγονότων. Κατά τη διάρκεια ομιλίας της, η Ρέιχε εξήγησε πως τα προβλήματα των υπεράκτιων αιολικών συνδέονται αφενός με τη χωρική επιλογή των έργων και αφετέρου τις μηδενικές/ αρνητικές τιμές στις ώρες υπερ-παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, η Υπουργός δήλωσε πως τα δύο έργα που δημοπρατήθηκαν ανεπιτυχώς βρίσκονταν σε περιοχές αυξημένης γεωμορφολογικής περιπλοκότητας, αποτρέποντας τους δυνητικούς επενδυτές.
Για το φλέγον θέμα των τιμών— ένα φαινόμενο που πλέον αποτελεί πρόβλημα για όλες τις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές— η Ρέιχε ανέφερε πως αρκετοί πελάτες δεν σέβονται τις συμβάσεις PPAs που έχουν υπογράψει, επιθυμώντας να επωφεληθούν από τις αρνητικές τιμές που καταγράφονται όταν οι γερμανικές ΑΠΕ παράγουν πλεονάζουσα ενέργεια.
Σχετικά με αυτό, οι διαχειριστές των δικτύων έχουν προτείνει μεταρρυθμίσεις στο σύστημα της τιμολόγησης με παράδειγμα τη Βρετανία, όπου ισχύει το σύστημα των ‘Συμβάσεων Διαφοράς’, με το κράτος να καλύπτει τη διαφορά ανάμεσα σε μία προσυμφωνημένη τιμή και την πραγματική τιμή της αγορά. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα προϋπέθετε επιπλέον πόρους από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, μία δαπάνη που δύσκολα μπορεί να αποφασίσει ο ήδη ασθμαίνων κυβερνητικός συνασπισμός.