Θύμα της ίδιας του της πολιτικής έχει πέσει για ακόμα μία φορά ο Πρόεδρος Τραμπ καθώς οι απειλές του περί έμμεσων δασμών κατά του ρωσικού πετρελαίου πέφτουν στο κενό. Οι αγοραστές του καυσίμου αμφιβάλλουν ότι θα στοχοποιήσει ουσιαστικά τη Ρωσία, ενώ η αποτυχία ενός προηγούμενου εγχειρήματος με στόχο τη Βενεζουέλα καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την υλοποίηση μίας τέτοιας απειλής. Ως εκ τούτου, τα μέσα πίεσης της Ουάσιγκτον έναντι της Μόσχας έχουν σχεδόν μηδενιστεί

Μπορεί ο χρόνος να μετράει αντίστροφα για τη διορία των 50 ημέρων που έδωσε ο Ντόναλντ Τραμπ προκειμένου η Ρωσία να συμφωνήσει σε εκεχειρία στο ουκρανικό μέτωπο, ωστόσο λίγοι εμπλεκόμενοι λαμβάνουν υπόψη το συγκεκριμένο τελεσίγραφο. Ούτε το Κρεμλίνο, ούτε οι μεγαλύτεροι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου αγωνιούν για το ενδεχόμενο επιβολής έμμεσων δασμών 100% σε όσους εισάγουν το καύσιμο. Μάλιστα, ορισμένοι θεωρούν πως ο Τραμπ δεν θα τολμήσει να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση, φοβούμενος για τις επιπτώσεις εντός της αμερικανικής αγοράς.

Ο πρώτος λόγος διστακτικότητας του Λευκού Οίκου είναι η αποτελεσματικότητα αυτών των περιοριστικών μέτρων. Το τελευταίο πακέτο κυρώσεων της κυβέρνησης Μπάιντεν, το οποίο ανακοινώθηκε στις αρχές Ιανουαρίου και ήταν το πιο ευρύ και αυστηρό από το 2022, προκάλεσε παροδική άνοδο των τιμών για λίγες ημέρες και δυσχέρανε το εμπόριο πετρελαίου για λίγες εβδομάδες. Όμως τόσο οι έμποροι ρωσικού πετρελαίου, όσο και οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς— όπως η Κίνα και η Ινδία— προσαρμόστηκαν άμεσα, καταφέρνοντας να παρακάμψουν τις κυρώσεις Μπάιντεν.

Ομοίως, η κυβέρνηση Τραμπ απείλησε ότι θα επιβάλει έμμεσους δασμούς 25% στους αγοραστές πετρελαίου από τη Βενεζουέλα. Η προειδοποίηση αυτή όχι απλώς δεν μείωσε τις εξαγωγές του Καράκας, αλλά οδήγησε σε αύξηση. Οι έμποροι καταφέρνουν να εξάγουν το πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα παρουσιάζοντάς το ως πετρέλαιο από τη Βραζιλία, ενώ η χώρα της Νότιας Αμερικής είναι ένας από τους βασικούς προμηθευτές του σκιώδους στόλου μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν.

Όμως, ακόμα και αν η Ουάσιγκτον αποφασίσει να επιβάλει έμμεσους δασμούς εναντίον του ρωσικού πετρελαίου και καταφέρει να περιορίσει δραστικά τις ρωσικές εξαγωγές, τότε αυτό θα έχει βαρύτατες συνέπειες και για την ίδια την αμερικανική αγορά. Η Ρωσία είναι ένας από τους κορυφαίους εξαγωγείς αργού και πετρελαιοειδών παγκοσμίως, προμηθεύοντας επί του παρόντος περίπου 4,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, ή σχεδόν το 10% της συνολικής αγοράς.

Η ξαφνική απουσία αυτών των ποσοτήτων αναπόφευκτα θα προκαλούσε σοβαρές πιέσεις, οδηγώντας σε εντυπωσιακές αυξήσεις στην τιμή των καυσίμων. Ακόμα και αν αυτές οι αυξήσεις ήταν προσωρινές, θα λειτουργούσαν ως αλυσιδωτή αντίδραση για τον πληθωρισμό. Φυσικά, οι πιέσεις από το πετρέλαιο δεν θα ήταν οι μόνες, καθώς μία σειρά κρίσιμων εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ θα μπορούσαν να βρεθούν με νέους, αυξημένους δασμούς. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει πως επιθυμεί χαμηλές τιμές καυσίμων, ενώ ο πληθωρισμός αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο του, καθώς ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της λαϊκής δυσαρέσκειας εναντίον του προκατόχου του.

Πέραν αυτών, και παρά τις δηλώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων πως ο Τραμπ «υλοποιεί τις δεσμεύσεις του», δεν λείπουν εκείνοι που αμφισβητούν την προθυμία του Λευκού Οίκου να στραφεί εναντίον του Κρεμλίνου. Ο Τραμπ έχει εκθειάσει τον Βλάντιμιρ Πούτιν πολλές φορές, ενώ οι δύο Πρόεδροι έχουν τακτική επικοινωνία. Ασχέτως των προσωπικών του απόψεων, είναι σαφές πως ο Τραμπ επιθυμεί να έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία, στοχεύοντας να αποδυναμώσει το— μέχρι στιγμής ενιαίο— μέτωπο Ρωσίας και Κίνας. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν τα γεράκια κατά της Ρωσίας που βρίσκονται στο Κογκρέσο πιέσουν για λήψη σοβαρών μέτρων, ο Αμερικανός Πρόεδρος δύσκολα θα το δεχθεί.

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr