Η οικονομική πολιτική και ιδιαίτερα ο κρατικός προϋπολογισμός και η κατάρτιση του είναι κυρίαρχο του εκάστοτε Κοινοβουλίου. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν κάθε χρόνο οι περισσότεροι βουλευτές που συζητούν τον ετήσιο προϋπολογισμό του κράτους και την ψήφιση του, αν αυτό κάποτε ήταν αλήθεια, σχολιάζει ο Γερμανός οικονομολόγος και αναλυτής Τόμας Κόλμπε. Σήμερα ο Βασιλιάς στέκεται μόνος και εκτεθειμένος, γιατί ο Βασιλιάς στην πραγματικότητα είναι γυμνός.
Ο προϋπολογισμός του 2025, που υιοθετήθηκε στις 24 Ιουνίου 2025 από το γερμανικό ομοσπονδιακό Υπουργικό Συμβούλιο, ουσιαστικά αποτελεί στοιχείο οικονομικής υποχώρησης και υποταγής, καθώς προβλέπει δανεισμό 81,8 δις ευρώ για τον κύριο προϋπολογισμό, και επιπλέον δανεισμό 60 δις ευρώ για το αποκαλούμενο Ειδικό Ταμείο του γερμανικού κράτους, ποσά τα οποία βέβαια προστίθενται στο κρατικό χρέος. Ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός ανέρχεται στα 503 δις ευρώ, και ο οποίος αυξήθηκε κατά 6,1% σε σχέση με το 2024. Για το 2026 ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλινγκμπέιλ σχεδιάζει την αύξηση του προϋπολογισμού στα 519,5 δις ευρώ. Το σύνολο του κρατικού δανεισμού ξεπέρασε πλέον το 3,2% του ΑΕΠ, πάνω δηλαδή από το όριο των προβλέψεων της Συμφωνίας του Μάαστριχτ που ήταν 3%. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι όταν η Γερμανία δεν τηρεί τους οικονομικούς κανόνες και συμφωνίες, τότε μάλλον οι περισσότερες χώρες θα την ακολουθήσουν αυξάνοντας τον δανεισμό και τις κρατικές δαπάνες. Οι οικονομικές παρεμβάσεις δε της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις οικονομικές εξελίξεις μάλλον δείχνουν ότι η ECB άφησε το φρένο και μάλλον πατάει το γκάζι του δανεισμού.
Όλα δείχνουν ξεκάθαρα πλέον ότι οι οικονομικές εξελίξεις είναι ραγδαίες και ότι η οικονομική πολιτική της Γερμανίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης αλλάζει, και ότι πλέον επανερχόμαστε σε εργαλεία που υπήρχαν και στο παρελθόν κατά της οικονομικής ύφεσης, όπως είναι ο δανεισμός για την χρηματοδότηση πακέτων στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης. Κανείς πλέον στο Βερολίνο δεν υποστηρίζει ότι ο δανεισμός παραβιάζει το Σύνταγμα της χώρας και τη συνταγματική τάξη, οι νομικές και πολιτικές διαμάχες παραμερίζονται πλέον στο βωμό της οικονομικής ανάγκης και της αλλαγής των διεθνών οικονομικών συνθηκών. Προτεραιότητα του νέου γερμανικού προϋπολογισμού είναι η αύξηση των κοινωνικών δαπανών κατά 6%, δαπάνες οι οποίες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 210 δις ευρώ, κάτι που αντικατοπτρίζει τόσο τις επιθυμίες του νέου κυβερνητικού συνασπισμού όσο και την αποτυχία της ως τώρα δομικής οικονομικής διακυβέρνησης της χώρας. Μεγάλη θα είναι η αύξηση του Burgergeld, του κοινωνικού επιδόματος του πολίτη, που θα ξεπεράσει τα 900 εκατομμύρια ευρώ, η συνολική δαπάνη για το κοινωνικό επίδομα θα ξεπεράσει τα 16,2 δις ευρώ το χρόνο, ενώ το κόστος για τα επιδόματα των ξένων μεταναστών θα ξεπεράσει τα δέκα δις ευρώ, το κοινωνικό κράτος μετατρέπεται πλέον από δίχτυ ασφαλείας σε μηχανισμό αναδιανομής οικονομικών πόρων, αλλά και σε μαγνήτη για τους ξένους μετανάστες, κάτι που προκαλεί μεγάλη ένταση και αναταραχή στη γερμανική κοινωνία.
Εκτός όμως από τις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος και τη γραφειοκρατία, αυξάνεται και ο γερμανικός αμυντικός προϋπολογισμός στο 3,5% του ετήσιου ΑΕΠ, που το 2025 θα ξεπεράσει τα 152,8 δις ευρώ το 2029, ώστε να φτάσει το επιθυμητό 5% του ΑΕΠ που ζητά το ΝΑΤΟ και οι Ηνωμένες Πολιτείες, χρήματα που θα διοχετευθούν στην χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων, προγραμμάτων κυβερνοασφάλειας, λογιστικής υποστήριξης και στρατιωτικών υποδομών. Οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες θα ενσωματωθούν στο Γερμανικό Ειδικό Ταμείο, η Γερμανία πλέον λένε οικονομική αναλυτές θα κρατά βιβλία όπως ο κακόφημος ανηψιός ενός κακόφημου εμπόρου, η αλήθεια αποκρύπτεται και η οικονομική αξιοπιστία είναι εικονική, μια βιτρίνα που κινδυνεύει να σπάσει ανά πάσα στιγμή. Οι αναλυτές σχολιάζοντας υποστηρίζουν ότι το Βερολίνο άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, καθώς σχεδιάζει να περικόψει δαπάνες ύψους 500 δις ευρώ για την ψηφιοποίηση, την πράσινη μετάβαση και τις υποδομές, αφού η πράσινη μετάβαση έχει αποτύχει και το χρέος ήδη αυξήθηκε κατά 12% σε ένα μόνο χρόνο. Η γερμανική κυβέρνηση λένε, υποκρίνεται ότι τηρεί πολιτική δημοσιονομικής σταθερότητας, και προσπαθεί με λογιστικά κόλπα να αποκρύψει την αποτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους απέτυχε και ο κρατικός προύπολογισμός είναι ουσιαστικά προπέτασμα κάλυψης μιας οικονομικής φάρσας.
Από το σημείο αυτό και πέρα δεν υπάρχει πισωγύρισμα από μια πολιτική που οδήγησε τη Γερμανία σε μια δημοσιονομική παγίδα την οποία αντιλαμβάνονται ήδη οι διεθνείς αγορές των ομολόγων που διαβλέπουν ήδη μέσα από το περίτχνο οικονομικό καμουφλάζ της γερμανικής κυβέρνησης, τα ίχνη τη οικονομικής αποτυχίας. Εδώ υπάρχει μια ανίερη συμμαχία μεταξύ της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής και της χειραγώγησης της νομισματικής πολιτικής, οι οποίες επιχειρούν να διατηρήσουν σταθερά τα επιτόκια δια της μαζικής αγοράς ομολόγων, και ανακατευθύνοντας την αποτυχία της νομισματικής πολιτικής σε άλλες χώρες και άλλους οικονομικούς τομείς. Η πολιτική όμως αυτή οδηγεί τελικά στην αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά εργαλείο οικονομικής αναδιανομής του πλούτου, που γίενται αποδεκτό από την πολιτική τάξη και ελίτ.
Το μεγάλο πρόβλημα για τη Γερμανία και την Ευρώπη είναι ότι οι προβλέψεις της οικονομικής θεωρίας για τη διάχυση της ευημερίας και της ανάπτυξης στην Ευρώπη δια του ελευθέρου εμπορίου δεν επιβεβαιώθηκαν, και το οικονομικό σκηνικό επιδεινώνεται λόγω των εμπορικών δασμών που επιβάλλει διεθνώς αλλά και στην Ευρώπη η αμερικανική κυβέρνηση, κα΄τι που πλήττει τόσο την οικονομία της Γερμανίας όσο και ολόκληρης της Ευρώπης. Το ελεύθερο εμπόριο μάλλον ενίσχυσε υπέρμετρα τις οικονομίες των ασιατικών κυρίως χωρών, την ώρα που η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες υποφέρουν από την πληθωριστική κρίση, την ανεργία, την οικονομική στασιμότητα και τα υψηλότερα εμπορικα ελλείμματα, ενώ οι καλύτεροι εργάτες, επαγγελματίες και επιστήμονες εγκαταλείπουν την Ευρώπη για άλλους τόπους και οικονομίες, αφού την έχουν ήδη εγκαταλείψει τα εργοστάσια των μεγάλων εταιρειών. Το αποκαλούμενο συγκριτικό πλεονέκτημα άλλων χωρών, κυρίως της Ασίας λειτούργησε τελικά εναντίον της αμερικανικής και ευρωπαϊκής οικονομίας, και πολλοί είναι αυτοί που ζητούν μέτρα προστασίας για ένα δίκαιο διεθνές εμπόριο ώστε η Ευρώπη και η Αμερική να εισέλθουν σε πορεία επαναβιομηχάνισης. Το μεγάλο ζήτημα είναι αν όλα τούτα είναι αντιληπτά στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, και αν θα υπάρξει πορεία οικονομικής προσαρμογής και ανάκαμψης.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")