της ποιότητας των υδάτων. Ωστόσο, προηγούμενες έρευνες στις ΗΠΑ είχαν -σε μεγάλο βαθμό- περιοριστεί σε πολιτειακές και δημοτικές μελέτες, όπου πόλεις και κωμοπόλεις είχαν ελέγξει την ποιότητα του νερού σε τοπικά ρέματα και ποτάμια έπειτα από μεγάλες πυρκαγιές.
Με επικεφαλής το Συνεργατικό Ινστιτούτο Ερευνών Περιβαλλοντικών Επιστημών (CIRES) του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ, οι ερευνητές ανέλυσαν την ποιότητα του νερού σε περισσότερα από 100.000 δείγματα νερού από 500 λεκάνες απορροής στις δυτικές ΗΠΑ, τα μισά από καμένες λεκάνες απορροής ποταμών και τα μισά από μη καμένες. Μέτρησαν τα επίπεδα οργανικού άνθρακα, αζώτου, φωσφόρου και ιζημάτων, καθώς και τη θολότητα κάθε δείγματος. Στη συνέχεια δημιούργησαν μοντέλα βασισμένα σε δεδομένα για να μετρήσουν πόσο άλλαξαν οι ρύποι σε κάθε λεκάνη πριν και μετά τις πυρκαγιές.
Τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι οι λεκάνες απορροής χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν μετά τις πυρκαγιές από ό,τι είχαν διαπιστώσει προηγούμενες μελέτες. Ρύποι όπως ο οργανικός άνθρακας και ο φώσφορος, που συμβάλουν στη θολότητα του νερού είναι σημαντικά αυξημένα κατά τα πρώτα ένα έως πέντε χρόνια μετά την πυρκαγιά. Το άζωτο και τα ιζήματα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση έως και οκτώ χρόνια έπειτα από μία πυρκαγιά. Οι επιπτώσεις των πυρκαγιών ήταν χειρότερες στις δασικές περιοχές.