ελληνική οικονομία, και ειδικότερα σε ορισμένους τομείς αιχμής.
Οι πρόσφατες εμπειρίες της χώρας μας, αλλά και άλλων κρατών, έχουν καταστήσει σαφές πως η κλιματική αλλαγή αποτελεί παράγοντα που μπορεί να επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη και γενικότερα να αλλάξει τη λειτουργία σημαντικών παραγωγικών τομέων και ολόκληρων οικονομιών. Οπωσδήποτε, όπως επισημαίνει και το Ινστιτούτο, καθώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει οριζόντια όλους τους τομείς και τους επιμέρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η όποια διερεύνηση των επιπτώσεων αυτών δεν μπορεί να περιοριστεί σε κάποιους μόνο από αυτούς.
Σε μία κατάμεστη αίθουσα, το ΙΟΒΕ παρουσίασε σήμερα το έργο ‘Εκτίμηση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής σε επιλεγμένους τομείς υψηλής σημασίας για την Ελληνική οικονομία’, το οποίο περιλαμβάνει μία σειρά μελετών που ανοίγουν το “μαύρο κουτί” του φαινομένου και εξετάζουν τις επιπτώσεις του σε μία σειρά κρίσιμων χώρων οικονομικής δραστηριότητας. Υπάρχουν πέντε πυλώνες του project: τα νοικοκυριά, ο πρωτογενής τομέας, η βιομηχανία, τα χρηματοπιστωτικά, και ο τουρισμός.
Όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής έχουν ήδη γίνει αισθητές και στην Ελλάδα, μετά από μία σειρά καταστροφικών φαινομένων που προκάλεσαν κοστοβόρες απώλειες. Μόνο κατά την επόμενη τριετία, το ξέσπασμα παρόμοιων ακραίων φαινομένων θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιές 1,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, απώλεια 58.000 θέσεων εργασίας, και παροπλισμό ακόμα και του 10% των εκμεταλλεύσιμων εδαφών. Το σενάριο αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε περιορισμό της δυναμικότητας της ελληνικής περιφέρειες, ενώ συνάμα υπονομεύει την επισιτιστική ασφάλεια.
Στο άλλο άκρο, η ελληνική βιομηχανία, η ανάπτυξη της οποίας αποτελεί εθνικό στόχο, αλλά και οικονομικό μονόδρομο, μπορεί να επωφεληθεί από την πράσινη μετάβαση. Αφενός, οι ΑΠΕ μπορούν να προσφέρουν άφθονη και φθηνή ενέργεια στην ελληνική βιομηχανία, λύνοντας ένα από τα κεντρικά προβλήματα επί του παρόντος, δηλαδή το υψηλότατο ενεργειακό κόστος που καθιστά την ελληνική παραγωγή μη ανταγωνιστική. Αφετέρου, η ενασχόληση στον κλάδο των πράσινων τεχνολογιών θα μπορούσε να δημιουργήσει 25.000 θέσεις εργασίες, ειδικά σε περιοχές που επλήγησαν από την απανθρακοποίηση, όπως η Δυτική Μακεδονία.
Στο κρισιμότατο κομμάτι των χρηματοπιστωτικών, η Ελλάδα οφείλει να λάβει άμεσα μέτρα. Οι συστημικές τράπεζες όχι απλώς είναι ευρέως εκτεθειμένες σε τομείς που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αγγίζοντας ακόμα και το 91% των δανείων, αλλά είναι και ελάχιστα καλυμμένες όσον αφορά την ασφάλιση των περιουσιακών αυτών στοιχείων, φτάνοντας μόλις το 3%. Με άλλα λόγια, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο σε περιπτώσεις μαζικών καταστροφικών φαινομένων, κάτι που απαιτεί την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας όσο πιο σύντομα γίνεται.
Ένας από τους πιθανούς κερδισμένους— υπό όρους— της κλιματικής αλλαγής μπορεί να αποδειχθεί ο τουρισμός. Η “βαριά βιομηχανία” της Ελλάδας δύναται να επωφεληθεί από τη διεύρυνση των μορφών τουρισμού, παρά το γεγονός ότι η τουριστική περίοδος αυτή καθαυτή θα περιοριστεί εξαιτίας των ακραίων θερμοκρασιών. Ορισμένοι από τους επιμέρους κλάδους που μπορούν να αξιοποιηθούν λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της χώρας είναι ο οικοτουρισμός, ο πολιτιστικός τουρισμός, και ο ορεινός, αντισταθμίζοντας τις απώλειες που θα επιφέρουν οι αλλαγές στις παραδοσιακές τουριστικές δράσεις.
Αξίζει, όμως, να αναφερθεί πως η κλιματική αλλαγή δεν πλήγει μόνο την πλευρά της παραγωγής, αλλά και της κατανάλωσης. Τα νοικοκυριά θα αντιμετωπίσουν πολυπαραγοντικές απειλές, από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, μέχρι και την ενεργειακή φτώχεια. Το ακραίο σενάριο προβλέπει απώλειες εισοδήματος ως και 16 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, με την αντίστοιχη απώλεια θέσεων πλήρους απασχόλησης να εκτιμάται σε 327.000. Ως εκ τούτου, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να χτυπήσει την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την απασχόληση, προκαλώντας ένα ντόμινο επιπτώσεων στους υπόλοιπους τομείς.
Το έργο εκπονήθηκε με την υποστήριξη της «Πρωτοβουλίας ’21», στην οποία συμμετέχουν τα σημαντικότερα κοινωφελή Ιδρύματα του τόπου και η Εθνική Τράπεζα, και με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου και του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση. Στο έργο συνέβαλαν το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος και η εταιρεία Accenture.