έρχεται σε μία κρίσιμη εποχή, με την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να βρίσκεται στο προσκήνιο.
Τα 27 κράτη-μέλη που συμμετέχουν στο Συμβούλιο της ΕΕ ενέκριναν την πρόταση για μεταρρύθμιση του CBAM, δηλαδή των δασμών που θα επιβάλλονταν ανάλογα με τους ρύπους των εισαγόμενων προϊόντων επί ευρωπαϊκού εδάφους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν, η οποία είχε συμπεριληφθεί στο πακέτο ‘Omnibus’ του Φεβρουαρίου για μία σειρά αλλαγών σε εμβληματικές νομοθεσίες, οι φόροι του CBAM θα επιβαρύνουν μόνο το 10% των 200.000 εισαγωγέων που αφορούσε αρχικά. Το σκεπτικό της Επιτροπής και του Συμβουλίου είναι πως αυτό το 10% είναι υπεύθυνο για το 99% των εκπομπών που καλύπτει το σύστημα, με το όριο να είναι οι 50 τόνοι άνθρακα ετησίως για όσους εισάγουν ρυπογόνα προϊόντα όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, και τα λιπάσματα.
Ως εκ τούτου, η χαλάρωση του CBAM διευκολύνει το υπόλοιπο 90% των επιχειρήσεων, υλοποιώντας μία από τις βασικές προτεραιότητες της νέας ευρωπαϊκής ηγεσίας, δηλαδή την απλοποίηση πολλών από τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις που καλούνται να ολοκληρώσουν όσοι επενδύουν εντός της ΕΕ. Με βάση το προηγούμενο καθεστώς, όσοι εισήγαγαν ρυπογόνα προϊόντα με αξία άνω των 150 ευρώ από το 2026 θα έπρεπε να πληρώνουν τους δασμούς.
Η μεταρρύθμιση πλέον θα περάσει σε διαπραγμάτευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο ενέκρινε μία ημέρα νωρίτερα τη σχετική πρόταση. Εφόσον το σύστημα ξεκινήσει, οι επιχειρήσεις οφείλουν να προμηθευτούν ειδικές άδειες για τις εκπομπές των εισαγωγών τους. Οι πρώτες άδειες θα εκδοθούν το 2027 και θα αφορούν τις εισαγωγές του 2026. Προς το παρόν, δεν έχει γίνει γνωστό πως αυτό θα επηρεάσει δυνητικά τις βρετανικές εταιρείες, καθώς Βρυξέλλες και Λονδίνο συμφώνησαν πρόσφατα να προχωρήσουν στην επανένωση των αγορών τους για τα δικαιώματα άνθρακα. Η προνομιακή αντιμετώπιση των βρετανικών επιχειρήσεων εντός του CBAM ήταν ένα από τα βασικά κίνητρα για τη Ντάουνινγκ Στριτ, καθώς το εμπόριο είχε καταστεί εξαιρετικά περίπλοκο μετά το Brexit.