Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διαφυλάξει λεπτές ισορροπίες σε έναν κόσμο δίχως σταθερές και δεδομένα. Οφείλει να καταδικάζει φρικαλεότητες, αλλά δεν μπορεί και να εγκαταλείπει στρατηγικές συμμαχίες. Οι εύκολες κουβέντες, με δεδομένα άλλων εποχών, δεν προσφέρουν λύσεις

Γίνεται καθημερινώς εμφανές και τείνει να γίνει και ευρέως αντιληπτό ότι οι εξισώσεις που έχει να λύσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών στο διπλωματικό πεδίο είναι πρωτοφανώς σύνθετες. Οι σταθερές του «παλαιού κόσμου» δεν υπάρχουν πλέον, οι μεταβλητές παράμετροι αυξάνονται καθημερινώς και, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ άλλοτε, κάτι που ισχύει σήμερα δεν είναι βέβαιο ότι θα ισχύει και αύριο. Πολύ πιθανότερο είναι το αντίστροφο: ό,τι ισχύει σήμερα, μάλλον θα είναι άκυρο πολύ σύντομα.

Με δεδομένη και τη θέση που κατέχει σήμερα η Ελλάδα, ως προεδρεύουσα χώρα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι ισορροπίες που καλείται να τηρήσει χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Υπό αυτήν την έννοια, η επιλογή για τη χώρα, ως «έντιμου μεσολαβητή» μεταξύ Ισραήλ και Παλαισιτινίων, όπως την περιέγραψε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε πρόσφατη συνέντευξή του, είναι μάλλον εύλογη. Τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη και πώς υλοποιείται; Ισως κάποιες πρώτες ενδείξεις να φανούν στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της Πέμπτης (22/5) με θέμα την «Προστασία αμάχων σε ένοπλες συγκρούσεις».

Για την περίπτωση της φρικαλεότητας που εξελίσσεται στη Γάζα, η συνεδρίαση θα είναι μια δοκιμασία για το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας αλλά και για την ελληνική προεδρία.

Μιλώντας ρεαλιστικά, η στρατηγική σχέση που έχει αναπτύξει η Ελλάδα με το Ισραήλ κάνει πολύ πιο δύσκολη την καταδίκη του σε σχέση με το απώτερο παρελθόν, την περίοδο δηλαδή που δεν υπήρχαν καν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.

Δεν απαγορεύει όμως και το να διαχωρίσει κάποιος ορισμένα ζητήματα. Οπως ότι είναι προφανής η καταδίκη και ο αποτροπιασμός για την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου 2023 (αν και αυτό δεν ήταν δεδομένο για όλους) και ότι δεν μπορεί να γίνεται ανεκτός ο σημερινός ενορχηστρωμένος λιμός και ο θάνατος παιδιών και αμάχων στη Γάζα.

Και αυτό όμως περνά από πολλά «φίλτρα» στη σημερινή συγκυρία. Οσο και αν ορισμένοι ανακαλύπτουν και σε αυτό το πεδίο αφορμές για αντιπολιτευτικές κραυγές, όπως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και άλλοι, λογικά θα έπρεπε να κατανοούν ποιες ισορροπίες είναι υποχρεωμένη να τηρήσει η κυβέρνηση για στοιχειώδεις λόγους εθνικού συμφέροντος.

Το Ισραήλ είναι στρατηγικός σύμμαχος της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει μια μερική έστω αποδέσμευση από την ανεπιφύλακτη διαρκή στήριξη του Τελ Αβίβ και, πάντως, θα επιθυμούσε τον τερματισμό του μακελειού στη Γάζα. Και η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει σαφή εικόνα για τις διαθέσεις του προέδρου των ΗΠΑ έναντι της Αθήνας και των θεμάτων που μας «καίνε».

Στη νεφελώδη αυτή σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ (και ενώ, παρεμπιπτόντως, η Ευρώπη είναι διχασμένη και σε αυτό το ζήτημα) προστίθεται η παράμετρος Τουρκία. Μετά τη διάλυση και του ΡΚΚ το Ισραήλ είναι ο υπ’ αριθ. 1 εχθρός του Ερντογάν και θα ήταν ευχάριστο να απαντήσει κάποιος εύστοχα και ρεαλιστικά ως προς το τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να ισορροπήσει σε αυτό το πολυδιάστατο ναρκοπέδιο.

Οσο αναζητούνται απαντήσεις σε αυτά, παραμένει η εκκρεμότητα της επόμενης φάσης της ελληνοαμερικανικής σχέσης. Η κυβέρνηση διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία την προσήλωσή της στον ατλαντισμό, είναι άγνωστο όμως πώς το αντιλαμβάνεται αυτό πλέον η αμερικανική ηγεσία. Η στρατηγική σημασία της Σούδας και των εγκαταστάσεων της Αλεξανδρούπολης δεν αλλάζει, όμως πέραν αυτών τι μπορεί να θεωρείται δεδομένο;

Και σε αυτή τη σχέση πολλά καθορίζονται από τον παράγοντα «Τουρκία». Ο Ερντογάν έχει αναβαθμιστεί πολλαπλώς ως διεθνής παράγων, είναι προνομιακός συνομιλητής του Τραμπ, διεκδικεί μερίδιο στη νέα αμυντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης και παραμένει βασικός εταίρος της Γερμανίας και της Ιταλίας.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει τις επιφυλάξεις της ως προς αυτά, οι οποίες εκφράζονται είτε στην εκδοχή του Πρωθυπουργού, είτε με πιο κατηγορηματικές και απορριπτικές διατυπώσεις από τον υπουργό Αμυνας, Νίκο Δένδια.

Παρά ταύτα και σε αυτό το πεδίο η άσκηση δυσκολεύει και ο προβληματισμός έπρεπε να επιβάλλει σύνεση και αναστοχασμό, παρά κραυγές και κορώνες ευκολίας. Οταν συνομιλούν όλοι με την Τουρκία, η Ελλάδα θα κλείσει τους διαύλους επικοινωνίας; Ή μήπως θα πρέπει να κοιτάξει σοβαρά τι επιδιώκει και πώς θα το επιτύχει; Ωφελεί η απομόνωση στη σημερινή συγκυρία ή επιβάλλονται ετοιμότητα, ρεαλισμός και ευελιξία, με το εθνικό συμφέρον ως μοναδικό γνώμονα για τις αποφάσεις και τις ενέργειες;

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο σημερινός κόσμος δεν ευνοεί όσους μιλούν, αναλύουν ή και κραυγάζουν έχοντας υπόψη τους όσα ίσχυαν έως και προσφάτως, αλλά όχι πλέον. Μπορεί αυτό να είναι το πιο εύκολο, αλλά λύσεις δεν προσφέρει.

(πηγή: Protagon.gr)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr