Όπως κατέδειξε η πιο πρόσφατη έκθεση του ΙΕΑ, το Πεκίνο ελέγχει την αλυσίδα εφοδιασμού για 19 από τα 20 στρατηγικής σημασίας ορυκτά, έχοντας επενδύσει δεκαετίες και δισεκατομμύρια προκειμένου να διασφαλίσει αυτό το πλεονέκτημα. Μεταξύ αυτών και το λίθιο, το «μαγικό άλας» από το οποίο παράγονται οι μπαταρίες για τις ηλεκτρονικές συσκευές και τα ηλεκτρικά οχήματα. Δεδομένης της σημασίας του λιθίου, ειδικά όσο η πράσινη μετάβαση προχωρά, η Κίνα έχει φροντίσει να χρησιμοποιήσει διάφορες τακτικές προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία της.
Μία από αυτές είναι οι επενδύσεις στις μεγαλύτερες χώρες παραγωγούς, δηλαδή την Αυστραλία και τη Χιλή, μέσω τοπικών συνεργασιών και μακροχρόνιων συμβολαίων. Παράλληλα, η Κίνα είναι και η ίδια σημαντική παραγωγός λιθίου. Η δεύτερη τακτική είναι η ηγεμονία στο στάδιο της επεξεργασίας, καθώς το λίθιο, όπως και τα περισσότερα κρίσιμα ορυκτά, απαιτούν διάφορες μεθόδους επεξεργασίας πριν χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ύλες. Η τρίτη τακτική είναι η χειραγώγηση των αγορών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει πλεονάζουσα προσφορά φθηνού λιθίου διεθνώς, καθιστώντας τις δυνητικές επενδύσεις ξένων ανταγωνιστών μη αποδοτικές. Χαρακτηριστικά, παρόλο που η παγκόσμια ζήτηση του λιθίου τριπλασιάστηκε μεταξύ 2020-2024, οι τιμές μεταξύ 2022-2025 μειώθηκαν κατά 80%. Η τέταρτη τακτική είναι η κυριαρχία και στο στάδιο της τελικής παραγωγής, με την Κίνα να φιλοξενεί τους δύο μεγαλύτερους κατασκευαστές μπαταριών λιθίου, την CATL και την BYD.
Αναμενόμενα, ΗΠΑ και Ευρώπη δυσκολεύονται να μειώσουν την ψαλίδα, ειδικά λόγω της αδυναμίας τους να διαμορφώσουν τις δικές τους γραμμές εφοδιασμού. Ωστόσο, η εικόνα αυτή θα μπορούσε να αντιστραφεί— τουλάχιστον επί αμερικανικού εδάφους— χάρη στην καινοτόμο τεχνολογία της απευθείας εξόρυξης λιθίου. Παραδοσιακά, το λίθιο βασιζόταν σε δύο μεθόδους: τη συμβατική μεταλλευτική εξόρυξη με περίπου 70% της τροφοδοσίας και την χρονοβόρα εξάτμιση άλμης με περίπου 30% της τροφοδοσίας. Και οι δύο προσεγγίσεις απαιτούν πολύ συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες, καθιστώντας την παραγωγή λιθίου εξαιρετικά δυσχερή στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη.
Η απευθείας εξόρυξη λιθίου, γνωστή και ως DLE (Direct Lithium Extraction) προσομοιάζει με τις σχιστολιθικές εξορύξεις υδρογονανθράκων και είναι γνωστή ήδη από τη δεκαετία του 1980, αλλά δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί αρκετά ώστε να είναι εμπορικά βιώσιμη. Με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ- Κίνας να εντείνεται, όμως, όλο και περισσότεροι θεωρούν πως η DLE θα μπορούσε να αποδειχθεί σε σανίδα σωτηρίας για την αμερικανική αγορά. Ορισμένοι από τους κύριους υποστηρικτές αυτής της μεθόδου είναι οι μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές, οι οποίος όχι απλώς διαθέτουν ένα μεγάλο μέρος της τεχνογνωσίας και του εξοπλισμού, αλλά στοχεύουν να διαφοροποιήσουν και το χαρτοφυλάκιό τους, γνωρίζοντας πως η ημερομηνία λήξης των ορυκτών καυσίμων βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ.
Οι δυσκολίες παραμένουν. Οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν κάποια πολύ ελκυστικά κοιτάσματα, όπως τον σχηματισμό Smackover, που ξεκινά από τη Φλόριντα και φτάνει ως το Τέξας, με το Άρκανσο να χαρακτηρίζεται ως το πιθανό επίκεντρο των μελλοντικών εξορύξεων. Εντούτοις, η τεχνολογία δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα στο επίπεδο της μαζικής παραγωγής, κάτι που σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν δισεκατομμύρια επί του παρόντος. Ταυτόχρονα, το χαμηλό κόστος του λιθίου χάρη στις κινεζικές επιχειρήσεις καθιστά οποιαδήποτε επενδύση μη αποδοτική. Η κατάσταση φαίνεται πιο δυσχερής όταν αναλογιστεί κανείς πως η κυβέρνηση Τραμπ κατήργησε την πληθώρα οικονομικών κινήτρων που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση Μπάιντεν ακριβώς για να ενισχύσει τέτοιες επενδύσεις. Πέραν αυτών, η γνώση ότι συγκεκριμένες περιοχές του αμερικανικού νότου μπορούν σύντομα να θεωρηθούν ως “φιλέτα” για την παραγωγή ενός κρίσιμου ορυκτού έχει οδηγήσει πολλούς ιδιοκτήτες γης και εξορυκτικές εταιρείες να ανταγωνίζονται για το ποιος θα ελέγξει αυτά τα εδάφη, εκτινάσσοντας τις τιμές των οικοπέδων και καταλήγοντας στα δικαστήρια.
Από την άλλη πλευρά, πολλές φωνές στην Ουάσιγκτον πιέζουν για ενίσχυση αυτών των προσπαθειών. Εξάλλου, το λίθιο συνιστά βασικό συστατικό των περισσότερων σύγχρονων τεχνολογιών και η άμεση εμπλοκή του στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας θα είχε σοβαρές συνέπειες για την καθημερινότητα εκατομμυρίων Αμερικανών. Εντός αυτού του πλαισίου, η επιτυχής ανάπτυξη της DLE δεν αφορά μόνο τις εξορυκτικές εταιρείες, αλλά αναδεικνύεται σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας.