πάρει πάλι ανοδική πορεία με τις τιμές στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας να κυμαίνονται από € 71 στην Γερμανία μέχρι € 154,94 στις ενοποιημένες αγορές Ελλάδας-Βουλγαρίας-Ρουμανίας.
Σύμφωνα με παράγοντες της ευρωπαϊκής αγοράς, όσο δεν ξεκαθαρίζει η κατάσταση σχετικά με την μακροπρόθεσμη προμήθεια αερίου στην Ευρώπη, που ως γνωστό θεωρείται το στρατηγικό καύσιμο της ηπείρου, τόσο θα παρατηρείται μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία στο κόμβο εμπορίας ΤΤF της Ολλανδίας που θεωρείτο το ευρωπαϊκό benchmark. Η μεγάλη όμως ανησυχία των αγορών εντοπίζεται στην μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί τους τελευταίους μήνες ως προς την διαμόρφωση των τάσεων στις διάφορες χώρες ως προς την ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας εν όψει της αθρόας κατασκευής και σύνδεσης με τα ηλεκτρικά δίκτυα μεγάλων μονάδων data centers που, ως γνωστόν, απορροφούν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τον ΙΕΑ το μερίδιο κατανάλωσης ηλεκτρισμού από data centers στην Ευρώπη ισοδυναμεί στο 15% της παγκόσμιου κατανάλωσης data centers, ενώ αντιστοιχεί στο 2% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού. Ομως, όπως παρατηρούν αναλυτές, η ζήτηση ηλεκτρισμού από data στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ, αυξάνεται σχεδόν εκθετικά και είναι δύσκολο πλεον να προβλέψουν οι διαχειριστές το αυριανό καταναλωτικό προφίλ. Υπό αυτή την έννοια πολλές χώρες στην Ευρώπη έχουν αυξήσει το ενδιαφέρον τους για την χωροθέτηση και κατασκευή νέας γενιάς πυρηνικών αντιδραστήρων (SMRs) οι οποίοι θα είναι σε θέση να παράγουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρισμού και μάλιστα χωρίς εκπομπές αερίων
του θερμοκηπίου.
Η Γερμανία εγκαταλείπει την αντίθεσή της στην πυρηνική ενέργεια
Εν όψει της ανωτέρω κατάστασης, δηλαδή της μεγάλης δυσκολίας που πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσουν πολλές περιοχές να ανταποκριθούν στα αυξανόμενα ηλεκτρικά φορτία, χώρες όπως η Γερμανία που είχε ταχθεί αναφανδόν κατά της πυρηνικής ενέργειας επιχειρούν στροφή 180 μοιρών αποδεχόμενες την αναγκαιότητα της πυρηνικής τεχνολογίας. Όπως παρατηρούν ενεργειακοί αναλυτές καθώς θα αυξάνεται η διείσδυση ΑΠΕ στο σύστημα τόσο θα μεγαλώνει η αβεβαιότητα στην έγχυση ενέργειας στο δίκτυο, και επομένως η ανάγκη για την αντίστοιχη λειτουργία μονάδων (λ. χ. αερίου, πυρηνικά) που να μπορούν να παράγουν φορτία βάσης.
Έτσι, σύμφωνα με δημοσιεύματα διεθνών μέσων, η Γερμανία εγκαταλείπει την μακροχρόνια αντίθεσή της στην πυρηνική ενέργεια, στο πρώτο απτό σημάδι επαναπροσέγγισης με τη Γαλλία από τη νέα κυβέρνηση του Βερολίνου με επικεφαλής τον συντηρητικό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς.
Την περασμένη Δευτέρα (19/05), το Βερολίνο έδωσε σήμα στο Παρίσι ότι δεν θα εμποδίζει πλέον τις γαλλικές προσπάθειες να διασφαλιστεί ότι η πυρηνική ενέργεια θα αντιμετωπίζεται ισότιμα με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη νομοθεσία της ΕΕ, σύμφωνα με Γάλλους και Γερμανούς αξιωματούχους.
Η κίνηση αυτή επιλύει μια σημαντική διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών που έχει καθυστερήσει τις αποφάσεις σχετικά με την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, μεταξύ άλλων και κατά τη διάρκεια της κρίσης που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Οι Γερμανοί μας λένε: θα είμαστε πολύ ρεαλιστές στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας», δήλωσε ένας ανώτερος Γάλλος διπλωμάτης που συμμετείχε στις συνομιλίες. Αυτό σήμαινε ότι «όλες οι προκαταλήψεις κατά της πυρηνικής ενέργειας, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν κατά καιρούς στη νομοθεσία της ΕΕ, θα εξαλειφθούν». «Αυτή θα είναι μια ριζική αλλαγή πολιτικής», δήλωσε ένας Γερμανός αξιωματούχος.
Αυτή η ανατροπή έρχεται καθώς ο Μερτς επιδιώκει να διερευνήσει τρόπους για να ενταχθεί η Γερμανία στην πυρηνική ασπίδα της Γαλλίας ως αποτρεπτικό μέσο έναντι μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας. «Είμαστε πλέον επιτέλους ανοιχτοί στο να μιλήσουμε με τη Γαλλία για την πυρηνική αποτροπή για την Ευρώπη. Κάλλιο αργά παρά ποτέ», δήλωσε ο Γερμανός αξιωματούχος.
«Είναι μια ευπρόσδεκτη προσέγγιση που θα κάνει το θέμα της ενέργειας ευκολότερο στην ΕΕ», δήλωσε ο Γκούντραμ Βολφ, ανώτερος συνεργάτης στο think tank Bruegel. «Πολιτικά, ο Μερτς σκέφτεται επίσης την πυρηνική ομπρέλα».
Η μεταστροφή του Βερολίνου στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας αποτελεί μέρος των προσπαθειών του Μερτς να αναβιώσει τη γαλλο-γερμανική συνεργασία, προϋπόθεση για σημαντικές αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ που είχαν κολλήσει υπό τον πρώην καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Ο Μερτς, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές τον Φεβρουάριο, έχει ασκήσει κριτική στην απόφαση της χώρας του να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια το 2011, υπό την κομματική αντίπαλό της Μέρκελ, η οποία, όπως είπε, στέρησε τη Γερμανία από φθηνή και αξιόπιστη ηλεκτρική ενέργεια.
Ο Μερτς επέκρινε επίσης τον προκάτοχό του Σολτς για το κλείσιμο των τριών τελευταίων πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, ακόμη και όταν η χώρα αντιμετώπιζε υψηλές τιμές ενέργειας. Ενώ δεν σχεδιάζει να ανοίξει ξανά τους συμβατικούς πυρηνικούς σταθμούς, έχει δεσμευτεί να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs) και πυρηνικής σύντηξης.
Η νέα γαλλο-γερμανική συμφωνία για την ενέργεια αξιοποιεί το κύμα ενθουσιασμού για την πυρηνική ενέργεια, αφότου οι τιμές του φυσικού αερίου έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα μετά τον πόλεμο της Μόσχας στην Ουκρανία .
Αυτό αφήνει την Αυστρία ως το μόνο κράτος της ΕΕ που αντιτίθεται αυστηρά στην πυρηνική ενέργεια. Χώρες όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο έχουν δεσμευτεί εκ νέου υπέρ της ατομικής ενέργειας, έχοντας προηγουμένως δεσμευτεί να κλείσουν τους παλαιούς αντιδραστήρες τους.
Σύμφωνα με τους Financial Times, σε επιστολή που απεστάλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την Παρασκευή (16/05), οι υπουργοί από 12 κράτη-μέλη της ΕΕ με πυρηνικούς αντιδραστήρες δήλωσαν ότι είναι «επιτακτική ανάγκη» η ΕΕ να αναγνωρίσει τη «συμπληρωματική φύση των πυρηνικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Παράλληλα, ζήτησαν την ενημέρωση μιας υπάρχουσας έρευνας για τον πυρηνικό τομέα της Ένωσης, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις κυβερνήσεις ώστε να παρέχουν κρατική βοήθεια σε πυρηνικά έργα και να σταλεί ένα «σαφές μήνυμα» στις επιχειρήσεις και τους επενδυτές σχετικά με τα οφέλη της ατομικής ενέργειας.
Η Γερμανία, η οποία κάλυπτε πέρυσι περισσότερο από το 60% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντιτίθετο εδώ και καιρό στην προσπάθεια του Παρισιού να χαρακτηρίσει την ατομική ενέργεια ως «πράσινη». Η Γαλλία παράγει περίπου το 70% της ηλεκτρικής της ενέργειας από την ατομική ενέργεια.
Οι ανησυχίες του Βερολίνου προέκυψαν εν μέρει από τις ανησυχίες ότι η γαλλική βιομηχανία θα αποκτούσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στον στόλο των 56 αντιδραστήρων της, ενώ η γερμανική βιομηχανία εξακολουθεί να αγωνίζεται με τον αντίκτυπο των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου μετά την αποκοπή από τα φθηνά ρωσικά καύσιμα. Αποτελεί, επίσης, ένα ιδεολογικό ζήτημα στη Γερμανία, όπου το αντιπυρηνικό κόμμα των Πρασίνων ήταν μέρος της κυβέρνησης του Σολτς.