Σε ένα κόσμο που αλλάζει άρδην μετά την στροφή της αμερικανικής εξωτερικής και εμπορικής πολιτικής, όλες οι χώρες προχωρούν πιο εύκολα σε διμερείς συμφωνίες. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει και με τις άλλοτε ταραχώδεις σχέσεις Βρυξελλών- Λονδίνου. Μετά από 10 χρόνια από το πολύκροτο διαζύγιο, ΕΕ και Ηνωμένο Βασίλειο σύναψαν ιστορική συμφωνία την περασμένη Δευτέρα με σκοπό την ομαλοποίηση των σχέσεών τους. Συγκεκριμένα, συμφώνησαν να παρατείνουν τα εκτεταμένα δικαιώματα αλιείας για τα ευρωπαϊκά αλιευτικά σκάφη σε βρετανικά ύδατα για ακόμα 12 χρόνια, μέχρι το 2038. Αυτή ήταν

μια μεγάλη υποχώρηση από τη βρετανική πλευρά, μετά από έντονες πιέσεις από τη Γαλλία, και προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση των Συντηρητικών  απέναντι στον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, κατηγορώντας τον ότι  δεν πέτυχε την πλήρη αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας στα ύδατά του.

Στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, το Ηνωμένο Βασίλειο εκδήλωσε πρόθεση να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αμυντικών προμηθειών SAFE της ΕΕ, γεγονός που δείχνει τη στρατηγική του επιθυμία να παραμείνει σημαντικό μέλος σύστημα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Στον τομέα της ενέργειας, η συμφωνία προβλέπει την επανένταξη του ΗΒ στο σύστημα της ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού της ΕΕ. Επίσης, εκφράστηκε πρόθεση διασύνδεσης των αγορών εμπορίας εκπομπών ρύπων, γεγονός που ενισχύει τη συνοχή των κλιματικών πολιτικών. Η συμφωνία αυτή διευκολύνει τις διασυνοριακές ροές ενέργειας και προωθεί τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές και υποδομές. Από πολιτικής άποψης, η ευθυγράμμιση με τους κανονισμούς της ΕΕ ενδέχεται να προκαλέσει τριβές στο ΗΒ, καθώς αγγίζει ζητήματα εθνικής ρυθμιστικής αυτονομίας. Σε σχέση με τα αγροδιατροφικά πρότυπα, ιδρύεται μια κοινή περιοχή κανόνων (SPS) που μειώνει τους τελωνειακούς ελέγχους σε προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης, διευκολύνοντας ιδιαίτερα τις εξαγωγές και μειώνοντας τις καθυστερήσεις στα σύνορα. Το μέτρο αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς μειώνει τις εντάσεις που προκάλεσε το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας και αποκαθιστά σε κάποιο βαθμό την ομαλότητα στις εμπορικές ροές.

Συνολικά, η νέα συμφωνία ΕΕ–ΗΒ δεν σηματοδοτεί την επιστροφή της Βρετανίας στην Ένωση, αλλά εγκαινιάζει ένα νέο υπόδειγμα συνεργασίας. Πάντως αν και η εν λόγω συμφωνία δεν προκάλεσε αντιδράσεις τρίτων χωρών, η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ- Βρετανίας που προηγήθηκε κάποιων ημερών, προκάλεσε την αντίδραση της Κίνας. Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας δήλωσε στους Financial Times πως «βασική αρχή» των συμφωνιών μεταξύ χωρών είναι να μη στοχοποιούν άλλα κράτη. «Η συνεργασία μεταξύ κρατών δεν θα έπρεπε να διεξάγεται εναντίον ή εις βάρος των συμφερόντων τρίτων μερών», σημείωσε. H συμφωνία αυτή προβλέπει μεταξύ άλλων αυστηρούς όρους ασφαλείας για τις βρετανικές βιομηχανίες χάλυβα και αυτοκινήτων, οι οποίες φαίνεται να έχουν ως στόχο να πλήξουν την Κίνα. Η αποδοχή των όρων αυτών εκτιμάται ότι ίσως αποτελέσει εμπόδιο στις προσπάθειες της βρετανικής κυβέρνησης να επαναρρυθμίσει τις σχέσεις με την Κίνα. Το Πεκίνο έχει προειδοποιήσει τους εταίρους του να μην υπογράφουν εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες υπονομεύουν τα κινεζικά συμφέροντα. Υπάρχει άλλωστε ανησυχία ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα ασκήσει πίεση στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και η ΕΕ, να αποκλείσουν την Κίνα από τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες.

Και όλα αυτά την ώρα που μετά από ένα πόλεμο αντιμέτρων, οι σχέσεις ΗΠΑ και Κίνα  βρίσκονται σε περίοδο τρίμηνης εκεχειρίας. Οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών ανακοίνωσαν στις  12 Μάιου μια συμφωνία η οποία διακόπτει για 90 ημέρες την εφαρμογή των νέων αμοιβαίων δασμών, που κλιμακώθηκαν μετά τις 2 Απριλίου. Κατά τη συμφωνία αυτή, η Ουάσιγκτον συμφώνησε να μειώσει τους δασμούς που επιβλήθηκαν στα κινεζικά προϊόντα, από 145%, σε 30%, και το Πεκίνο συμφώνησε να κάνει το ίδιο, μειώνοντας τους στο 10% από το αρχικό 125%, αίροντας επίσης και άλλα αντίποινα, όπως τους περιορισμούς στην πώληση ορυκτών και σπάνιων γαιών. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι οι δύο ανταγωνιστικές υπερδυνάμεις βρίσκονται κοντά στην επίτευξη εμπορικής συμφωνίας. 

Οι τρεις αυτοί μήνες δίδουν και στις δύο πλευρές μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναδιοργανώσουν την στρατηγική του και φυσικά να προσελκύσουν νέους συμμάχους. Στο στόχαστρο αμφοτέρων είναι η ΕΕ. Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι μετά από μια περίοδο αρκετά ταραχώδη, ΗΠΑ και ΕΕ έχουν ξεκινήσει σοβαρές διαπραγματεύσεις με στόχο την αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων. Το δημοσίευμα των Financial Times αποκαλύπτει ότι για πρώτη φορά οι δύο πλευρές αντάλλαξαν γραπτές προτάσεις για κρίσιμα ζητήματα όπως οι δασμοί, το ψηφιακό εμπόριο και οι επενδύσεις. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Μάρος Σέφκοβιτς, που συμμετέχει ενεργά στις συνομιλίες, έχει δηλώσει ότι η Ε.Ε. επιθυμεί μείωση του εμπορικού ελλείμματος με τις ΗΠΑ και εξετάζει την αύξηση εισαγωγών αμερικανικού LNG, αγροτικών προϊόντων και οπλικών συστημάτων. Ωστόσο, η Ευρώπη αντιδρά στις απαιτήσεις των ΗΠΑ για αλλαγές στον ΦΠΑ, στο ρυθμιστικό πλαίσιο των ψηφιακών υπηρεσιών και στην αγροδιατροφική πολιτική. Παρά ταύτα η Ένωση εμφανίζεται πρόθυμη να απεξαρτηθεί από την Κίνα σε κρίσιμες πρώτες ύλες και να επιβάλει δασμούς σε φερόμενες ως επιδοτούμενες κινεζικές εξαγωγές, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο μια από τις βασικές επιδιώξεις της Ουάσιγκτον που δεν είναι άλλη από το να ανακόψει την κινεζική επιρροή.

Από την άλλη η ΕΕ δεν έχει κλείσει την πόρτα στην Κίνα. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Κίνας, η οποία αναμένεται να διεξαχθεί τον Ιούλιο στην Κίνα. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει τείνει το χέρι του προς την ΕΕ, προσκαλώντας τη να ενώσουν τις δυνάμεις τους ώστε να «αντισταθούν» από κοινού στον «εξαναγκασμό» του Trump, στον εμπορικό πόλεμο με την Ουάσινγκτον. Αν και υπάρχει και από τις δύο πλευρές η διάθεση οι σχέσεις Βρυξελλών-Πεκίνου να ομαλοποιηθούν, θεωρείται δύσκολο να προχωρήσουν τάχιστα σε μια εμπορική συμφωνία. Τα τελευταία τρία χρόνια, η ΕΕ έχει επικρίνει τόσο  τη στάση του Πεκίνου να μην λαμβάνει σαφή θέση όσον αφορά την εισβολή  της Ρωσίας στην Ουκρανία, την οποία αναφέρει σταθερά ως «κρίση»,  όσο και τις στενές σχέσεις μεταξύ του Σι Ζινπίνγκ και του Βλαντίμιρ Πούτιν. Αλλά και εντός της ΕΕ, τα κράτη μέλη εμφανίζονται διχασμένα όσον αφορά την προσέγγιση με την Κίνα λόγω και θεμάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις  το καθεστώς αβεβαιότητας που έχει φέρει η εκλογή Τραμπ, φέρνει την ΕΕ πιο κοντά στο Πεκίνο.

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr