Από την εποχή της «εξαγωγής» των εθνικών πρωταθλητών και την άτακτη υποχώρησή τους από τα Βαλκάνια, μέχρι τη σημερινή ουσιαστική αδιαφορία κάθε κράτους της περιοχής για τις απόψεις της Αθήνας γύρω από σειρά θεμάτων, έχουν μεσολαβήσει πολλά.
Θα μπορούσε κάποιος να απαριθμήσει μια σειρά από λόγους που η επιρροή της Ελλάδας έχει μειωθεί. Ο πρώτος ήταν, βεβαίως, η οικονομική κρίση που οδήγησε στο ξεπούλημα των «χρυσαφικών» τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων στα Βαλκάνια. Ο δεύτερος λόγος είναι η παρουσία άλλων χωρών. Κατ’ αρχάς των τρίτων, όπως η Τουρκία, η οποία έχει επεκτείνει σε τέτοιο βαθμό την επιρροή της που σε ένα βαθμό διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική άλλων κρατών έναντι της Ελλάδας, με την Αλβανία (περισσότερο) και τη Βόρεια Μακεδονία (λιγότερο) να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σε αυτό το διόλου φιλικό πλαίσιο η Ελλάδα απέτυχε να εκμεταλλευθεί τις ιστορικά καλές σχέσεις με χώρες όπως η Σερβία, που έχουν μείνει στο επίπεδο της ρητορικής.
Ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια αποτυχημένη ήταν και η προσπάθεια συντονισμού με άλλες χώρες της Ε.Ε. που έχουν συμφέροντα στα Δυτικά Βαλκάνια, όπως κυρίως η Γερμανία, η Αυστρία και δευτερευόντως η Ουγγαρία. Ούτε λόγος για την πιο φιλική χώρα των Βαλκανίων, που αποτελεί κράτος-μέλος και του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., τη Βουλγαρία, με την οποία δεν υπάρχει συντονισμός ούτε στα βασικά. Στη χορεία των «χαμένων ευκαιριών» θα μπορούσε κάποιος να εντάξει και τη συμφωνία των Πρεσπών, η οποία –παρά τον συμβιβασμό– επηρέασε ελάχιστα τον εξωτερικό προσανατολισμό της χώρας, που παραμένει, υπό τη σημερινή ηγεσία των εθνικιστών, υπό την επήρεια της Ουγγαρίας, της Σερβίας και της Τουρκίας.
Εχουν περάσει 34 χρόνια από τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και 33 χρόνια από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Και προς βορρά, μπορεί να μην υπάρχει πια κάποιο παραπέτασμα ή σκληρό σύνορο, αλλά η επιρροή της Ελλάδας σε αυτές τις χώρες είναι από μικρή έως ανύπαρκτη. Κάτι έχει πάει πολύ στραβά.
(από την εφημερίδα 'Η Καθημερινή')