Τούτο σημαίνει ότι η πορεία των μελλοντικών επιτοκίων στην Αμερική θα είναι ανοδική, όπερ θα επηρεάσει όχι μόνο της Αμερικανική αλλά και την διεθνή οικονομία.
Εν τούτοις, ως έγραψε το πρακτορείο ειδήσεων Μπλούμπεργκ εχθές, «οι αξιολογήσεις της Μούντιζ είναι άνευ σημασίας για τις μεγάλες οικονομίες όπως των ΗΠΑ». Καταστρεπτικές όμως για τις μικρές ως γνωρίζομε εμείς από την Ελληνική περίπτωση.
Οι άμεσες συνέπειες της υποβαθμίσεως ήταν η πτώση της ισοτιμίας του δολαρίου σήμερα στο 1,1262 ανά ευρώ κι η αύξηση του κόστους των υποθηκών στις ΗΠΑ στο 7,5% ετησίως. Το πρώτο επιθυμεί ο Πρόεδρος Τραμπ, το δεύτερο όχι, ως οφειλέτης ο ίδιος.
Η άνοδος του πληθωρισμού από τις Τραμπικές ταρίφες(δασμούς) όπως μετρείται από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, αναγκάζει την Κεντρική Τράπεζα (ΦΕΝΤ -Fed) να διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα μέχρις φθινοπώρου και τα σουπερμάρκετ ν’ αυξήσουν τις λιανικές τιμές.
Μόλις όμως η κυβέρνηση Τραμπ θεώρησε την ανατίμηση αδικαιολόγητη, οι υπεραγορές τροφίμων μαζεύτηκαν - όχι ως ενταύθα που συνεχίζουν την κερδοσκοπία.
Η άνοδος των μακροπροθέσμων επιτοκίων στις ΗΠΑ τροφοδότησε επίσης αμφιβολίες για την διεύρυνση του δανεισμού. Το Αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών θα χρειασθεί μεγαλύτερες πωλήσεις δημοσίου χρέους, άρα θ’απορροφήσει περισσότερα κεφάλαια, που θα λείψουν από τις χρηματιστηριακές αγορές και γενικώς από την οικονομία εντείνοντας τους φόβους υφέσεως.
Εν τούτοις, οι υποβαθμίσεις πιστοληπτικής αξιοπιστίας της Αμερικανικής οικονομίας κάτω από το ΑΑΑ, είναι αμφισβητουμένης αξίας αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ουδέποτε έπληξαν την ΓώλλΣτρήτ (Wall Street), όπως κι εχθές που ανέβηκε.
Είναι όμως ένα «καμπανάκι» δια την κυβέρνηση Τραμπ που ετοιμάζεται να κάνει μεγάλες περικοπές των ομοσπονδιακών φόρων.