Η στρατηγική του Προέδρου Τραμπ και των ΗΠΑ με στόχο να δοθεί ένα τέλος στις επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα εναντίον της παγκόσμιας ναυτιλίας αναδεικνύει ένα μεγάλο ζήτημα, το οποίο αφορά στην εξωτερική πολιτική και διπλωματία των ΗΠΑ και της Δύσης. Το μεγάλο ερώτημα όλων των σοβαρών διεθνών αναλυτών είναι ποια μεγάλη δύναμη θα καταφέρει στο μέλλον να θέσει υπό έλεγχο τις στρατηγικές θαλάσσιες διόδους που χρησιμοποιεί η ναυτιλία για τη διεξαγωγή του παγκόσμιου εμπορίου: Η Κίνα ή οι Ηνωμένες Πολιτείες; Το ζήτημα αναδείχθηκε πριν από μερικές ημέρες, όταν ο Πρόεδρος Τραμπ ζήτησε και πάλι ελεύθερη πρόσβαση για τα αμερικανικά πλοία στην διώρυγα του Σουέζ, κίνηση η οποία φαίνεται να εξόργισε τους συνήθεις επικριτές του, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για άγνοια της διεθνούς κατάστασης και της Ιστορίας, υπερφίαλη εξωτερική πολιτική, υπεροψία και αλαζονεία, καθώς οι ΗΠΑ μπορεί να χρηματοδότησαν και να συμμετείχαν τεχνικά στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά, δεν είχαν όμως καμία σχέση με το Σουέζ και την δημιουργία της εκεί διώρυγας.
Ο Αμερικανός αναλυτής Άρθουρ Χέρμαν, σε ανάλυση του στη αμερικανική πολιτική επιθεώρηση The National Interest επισημαίνει όμως, κόντρα στις απόψεις των επικριτών του Αμερικανού Προέδρου, ότι η στάση του Ντόναλντ Τραμπ και το demarche του για τη διώρυγα του Σουέζ, δείχνει ότι ο ίδιος και οι σύμβουλοι του έχουν απόλυτη αίσθηση τι σημαίνει σχεδιασμός υψηλής στρατηγικής, αλλά και ποια είναι τα πραγματικά στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στον κόσμο σήμερα, αλλά και ποιες οι ανάγκες της αμμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της διεθνούς ναυτιλίας. Σύμφωνα με την ανάλυση του Άρθουρ Χέρμαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απόλυτη ανάγκη την πρόσβαση στην διώρυγα του Παναμά και στην Διώρυγα του Σουέζ, τόσο για τα εμπορικά τους πλοία όσο και γι αυτά του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, για να προστατέψουν το αμερικανικό αλλά και το παγκόσμιο εμπόριο από τον οικονομικό και στρατιωτικό επεκτατισμό της Κίνας, που προκαλεί εντονότατο ανταγωνισμό ΗΠΑ - Κίνας και πιθανόν να οδηγήσει σε νέο ψυχρό ή θερμό πόλεμο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Ο τρόπος στρατηγικής σκέψης του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θυμίζει την Λίστα των Πέντε Στρατηγικών Κλειδιών, του Βρετανού John Jackie Fisher, στρατηγικά κλειδιά τα οποίο ο ίδιος και το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό έσπευσαν να κερδίσουν τον έλεγχο και να προστατεύσουν πριν από τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία ήταν, τα θαλάσσια στενά του Ντόβερ στη Μάγχη, οι διώρυγες του Γιβραλτάρ και του Σουέζ, η Σιγκαπούρη και το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στη Νότιο Αφρική. Μπορεί σήμερα κάποια από τα κλειδιά του Φίσερ, οπως το Ντόβερ και το Γιβραλτάρ, να μην είναι τόσο πολύτιμα όσο το Σουέζ και η Σιγκαπούρη, όμως η στρατηγική σκέψη ως προς το ποιος ελέγχει τις θαλάσσιες διόδους και τα περάσματα για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία σε ολόκληρο τον κόσμο διατηρεί την τεράστια αξία της, ειδικά μετά την τελευταία εκτίμηση της αρμόδιας Επιτροπής του ΟΗΕ για το Εμπόριο και τη Ανάπτυξη (UNCTAD), ότι το μερίδιο του παγκοσμίου εμπορίου που γίνεται μέσω της ναυτιλίας και των θαλασσίων οδών ισοδυναμεί με τουλάχιστον 80% του παγκοσμίου όγκου εμπορικών συναλλαγών.
Αν κάποιος δημιουργήσει τη σύγχρονη λίστα με Πέντε Στρατηγικά Κλειδιά του κόσμου για τον Πρόεδρο Τραμπ και την αμερικανική κυβέρνηση, στην κορυφή της θα πρέπει να τοποθετήσει την διώρυγα του Παναμά, από την οποία το 2024 διήλθε το 5% με 6% του παγκοσμίου εμπορίου, και μεγάλο ποσοστό των αμερικανικών εισαγωγών και εξαγωγών. Συγκεκριμένα ειδικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες από την διώρυγα του Παναμά πέρασε το 40% του αριθμού τον κοντέινερ που εισήλθαν και εξήλθαν από την αμερικανική αγορά. Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2016, με τις νέες επενδύσεις και τα τεχνικά έργα εκσυγχρονισμού που έγιναν στον Παναμά, ουσιαστικά δημιουργήθηκε μια νέα διώρυγα στον Παναμά παράλληλα στην παλαιά, γεγονός που διπλασίασε τον αριθμό των πλοίων που διέρχονται κάθε χρόνο.
Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες της Κίνας συνιστούν μεγάλης κλίμακας πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σκληρή πολιτική της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ έναντι της Κίνας είναι γενικώς ορθή, όμως Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να βρουν ένα modus vivendi και να συντονίζουν την πολιτική τους, αν επιθυμούν ανάσχεση των κινεζικών σχεδίων και φιλοδοξιών με επιτυχία. Πολιτικοί και επιχειρηματίες στις Βρυξέλλες και σε ολόκληρη την Ευρώπη ανησυχούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες γυρίζουν την πλάτη στην Ευρώπη, κάτι που κάνει κάποιους να εκφράζουν την ανάγκη για προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Κίνα. Η Ευρώπη αισθάνεται όλο και περισσότερο ότι ο ανταγωνισμός Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών εντείνεται όλο και περισσότερο υπό την επιρροή της πολιτικής America First της κυβέρνησης Τραμπ, και προς το παρόν αποφεύγει να εμπλακεί. Η Ευρώπη αναγνωρίζει την στρατηγική πρόκληση που συνιστούν οι φιλοδοξίες της Κίνας αλλά προσπαθεί να προστατέψει τα εμπορικά της συμφέροντα.Πιθανόν, πολύ σύντομα να κληθεί να διαλέξει πλευρά στο πεδίο αυτής της παγκόσμιας αντιπαράθεσης. Η Ευρώπη γνωρίζει όμως ότι αν η Κίνα πλημμυρίσει τις αγορές με τα φθηνά και επιδοτούμενα εμπορικά της προϊόντα μπορεί να βλάψει την βιομηχανία της, γι αυτό και προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ δύο γιγάντων που πλέον συγκρούονται ανοικτά. Η Ευρώπη επίσης ανησυχεί για την σταδιακή αποδεύσμευση των ΗΠΑ από τις εγγυήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια που ουσιαστικά ξεκίνησε επί προεδρίας Ομπάμα και για την στροφή του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Βλέπει τις ΗΠΑ να αποσύρουν την στήριξη τους σταδιακά από παραδοσιακούς συμμάχους, κάτι που ήδη το νιώθει η Ουκρανία. Ανησυχεί σφόδρα για το μέλλον της άμυνα στην Ευρώπη που φαίνεται ότι θα απαιτήσει ριζική αύξηση των αμυντικών δαπανών και της βιομηχανικής παραγωγής.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")