Οι ραγδαία επιταχυνόμενες εξελίξεις στα ανοικτά μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στο δυτικό και δη στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, επηρεάζουν τις διπλωματικές διεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελώντας ταυτοχρόνως καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον του ελληνοτουρκικού διαλόγου

Αθήνα και Αγκυρα επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία, κυρίως δια των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, τη βούλησή τους να διατηρηθούν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά και να συνεχιστούν οι επαφές σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, είναι όμως φανερό ότι αφενός οι διαφορετικές, εκατέρωθεν, προτεραιότητες, αφετέρου τα διμερή ζητήματα που επανέρχονται τους τελευταίους μήνες στην επιφάνεια, διευρύνουν τις αποκλίσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου.

Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στη δυστοκία που παρατηρείται όσον αφορά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) και τη συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Τουρκία, με την Αθήνα να διευκρινίζει επανειλημμένως ότι ο ορισμός ημερομηνίας εξαρτάται από το πρόγραμμα των δύο ηγετών, με τον κ. Γεραπετρίτη μάλιστα να εκτιμά προσφάτως ότι το ταξίδι του έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα θα πραγματοποιηθεί «εντός του θέρους».

Ο υπουργός Εξωτερικών αναμένεται να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια στις 14-15 Μαΐου, όπου όπως όλα δείχνουν θα κριθεί αν το ΑΣΣ θα συγκληθεί, πράγματι, εντός του Ιουνίου ή τελικά θα προκύψουν επιπλέον δυσχέρειες και νέα παραπομπή της συνεδρίασης, προφανώς μετά το καλοκαίρι και χωρίς κάποια χειροπιαστή δέσμευση.

Έλληνες διπλωμάτες με άριστη γνώση των διεργασιών επισημαίνουν στο Protagon ότι αυτό που προέχει είναι «να υπάρχει στο ΑΣΣ, αλλά κυρίως στη διμερή συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, αντικείμενο συζήτησης και κυρίως να υπάρχουν συγκεκριμένα θέματα στην ατζέντα, ώστε οι επαφές να μην καταστούν “διακοσμητικού” επιπέδου».

Η πραγματικότητα είναι ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος έχει χάσει την αρχική δυναμική του, καθώς αφενός οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι επί της νομικής- διπλωματικής ουσίας δεν υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων, αφετέρου δεν καταγράφεται ιδιαίτερη πρόοδος ούτε στους έτερους δύο, πιο «βατούς», πυλώνες, δηλαδή τη «θετική ατζέντα» και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Την ίδια ώρα, οι κινήσεις Αθήνας και Άγκυρας σε επιμέρους διμερή και διεθνή ζητήματα επηρεάζουν αρνητικά την ατμόσφαιρα, καθώς φέρνουν στην επιφάνεια τους διαφορετικούς, και σε πολλές περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενους, στόχους των δύο κυβερνήσεων.

Η υπογραφή της Κοινής Διακήρυξης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, με αναφορές στο Δίκαιο της Θάλασσας, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως στα τουρκικά ΜΜΕ, ενώ η επιστολή των 22 νομοθετών του Κογκρέσου προς τον αμερικανό πρόεδρο με θέμα τον τουρκικό αναθεωρητισμό στην Ανατολική Μεσόγειο, θύμισε σε όλους τους εμπλεκόμενους την εποχή της σχεδόν ανεξέλεγκτης έντασης, αλλά και τις πάγιες επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.

Η υπόθεση, δε, των ερευνών για την πόντιση του ηλεκτρικού καλωδίου στα ανοικτά της Κάσου, σε συνδυασμό με την κατάθεση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, αποδεικνύουν τις παντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο πλευρών στο μείζον θέμα οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.

Παραλλήλως, η αδιαλλαξία του Ερντογάν στο Κυπριακό και η προσπάθεια της τουρκικής διπλωματίας να διεμβολίσει τα συνεργατικά σχήματα στα οποία συμμετέχουν Αθήνα και Λευκωσία, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ψυχρότητα σε διμερές επίπεδο, ενώ όπως λένε διπλωματικές πηγές στο Protagon «από την εξίσωση των ελληνοτουρκικών είναι αδύνατο να αφαιρεθούν η στάση και κυρίως οι κινήσεις της κυβέρνησης σε σχέση με τη συμμετοχή της Άγκυρας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας».

Πράγματι, παρότι στο Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών γνωρίζουν ότι σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με προεξάρχουσες τη Ρώμη και το Βερολίνο, θεωρείται δεδομένη η τουρκική παρουσία στο υπό σχεδιασμό ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας, διαβεβαιώνουν ότι θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να συμφωνηθούν συγκεκριμένοι όροι, γεγονός το οποίο προφανώς δεν αρέσει στην Άγκυρα. Οι Τούρκοι ανέκαθεν εκτιμούσαν ότι Ελλάδα και Κύπρος δρουν αποτρεπτικά έναντι της όποιας ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας τους, στην τρέχουσα συγκυρία όμως δεν πρόκειται να αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη, ακόμα και αν χρειαστεί να έρθουν σε ευθεία ρήξη με κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ελληνική στάση αποτυπώθηκε, εν μέρει, στις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Τζόρτζια Μελόνι, η οποία λίγες ημέρες πριν είχε υποδεχθεί σχεδόν πανηγυρικά στη Ρώμη τον Ταγίπ Ερντογάν, με τον έλληνα πρωθυπουργό να υποστηρίζει πρακτικά ότι οι μεμονωμένες συμπράξεις στις παρυφές του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής αυτονομίας – υποδεικνύοντας ουσιαστικά τις επιμέρους ιταλο-τουρκικές συμφωνίες – δεν εξυπηρετούν τις συνολικές ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιπλέον, θα ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη και η σπουδή του νέου γερμανού καγκελάριου να συμπεριλάβει την Τουρκία στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής άμυνας, ως «αναντικατάστατο νατοϊκό εταίρο». Εν μέσω της εν λόγω καίριας συγκυρίας, η Αθήνα πρέπει να κρατήσει λεπτές ισορροπίες μεταξύ της ικανοποίησης των νατοϊκών αναγκών και των επιχειρούμενων ανοιγμάτων της Άγκυρας προς τη Δύση.

Μπορούν όλα αυτά να παραβλεφθούν και Μητσοτάκης και Ερντογάν να βρεθούν αν όχι στην ίδια, έστω σε πανομοιότυπη, σελίδα εάν και εφόσον συναντηθούν τις επόμενες εβδομάδες; Πιο ψύχραιμοι αναλυτές εκτιμούν ότι καθώς Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται στο μεταίχμιο κρίσιμων αποφάσεων, Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να συνεχίσουν να μεταδίδουν μια εικόνα συμμάχων που παρά τις διαφορές επιδεικνύουν διάθεση συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, ουδείς δυτικός θα επιθυμούσε αυτή τη στιγμή να δει ένα ακόμα «θερμό» μέτωπο στην περιοχή, που αν μη τι άλλο λειτουργεί ως δεύτερη γραμμή άμυνας πίσω από τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή.

Σύμφωνα με άλλες, αντίστοιχες, προσεγγίσεις, η Αθήνα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στις κινήσεις της, συνεκτιμώντας τον αναβαθμισμένο ρόλο που διαδραματίζει η Τουρκία σε όλα τα μέτωπα, αλλά και τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ όχι τόσο έναντι της Άγκυρας, όσο εν γένει στην ευρύτερη περιοχή. Μπορεί ο Αμερικανός πρόεδρος να έχει μιλήσει ήδη τρεις φορές με θερμά λόγια για τον Ταγίπ Ερντογάν, η αμερικανική πολιτική όμως στο κομβικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου με την Μέση Ανατολή δεν έχει ακόμα αποκωδικοποιηθεί.

Ενδεχομένως η περιοδεία του κ. Τραμπ στις ισχυρές αραβικές χώρες να οδηγήσει σε κάποια πρώτα συμπεράσματα, όταν όμως ακόμα και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ δεν αισθάνεται ασφαλής συζητώντας με την Ουάσινγκτον τότε αποδεικνύεται ότι η ρευστότητα και η αβεβαιότητα θα αποτελούν για αρκετό καιρό ακόμα τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας.

(από Protagon.gr)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr