Η διασφάλιση επιδομάτων μπορεί να οδηγεί σε άμβλυνση των κινήτρων για εργασία ή για εμφάνιση εισοδημάτων

Είναι σαφώς θετική εξέλιξη το να μη δυσκολεύεται το δημόσιο ταμείο να συλλέξει έσοδα και μάλιστα αυτά να καταγράφουν ανοδική τάση χωρίς αύξηση φορολογικών συντελεστών. Σε μια χώρα όπου πρόσφατα το Δημόσιο δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις του, η συστηματική επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων δημιουργεί μια πολύτιμη βάση.

Σε αυτή έχουν συμβάλει η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας τα τελευταία χρόνια και μέτρα που μειώνουν τη δραστηριότητα που δεν φορολογείται, όπως βεβαιώνεται από τις πρόσφατες επίσημες ανακοινώσεις.

Η υποστήριξη μέσω στοχευμένων επιδομάτων μέρους του πληθυσμού που βρίσκεται σε μεγαλύτερη οικονομική ανάγκη είναι επίσης εύλογη όταν υπάρχει μια τέτοια δημοσιονομική πορεία. Η ανάγκη υποστήριξης προκύπτει κυρίως λόγω της τάσης αύξησης τιμών σε σημαντικά αγαθά, όπως η στέγαση, η ενέργεια και τα τρόφιμα, άσχετα με το αν αυτή προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες ή από αδυναμίες της εγχώριας αγοράς.

Ποιος όμως μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος των πλεονασμάτων και των επιδοματικών πολιτικών με ζητούμενο την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στη συνέχεια; Οσον αφορά το δημόσιο ταμείο, και στο πλαίσιο των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων που προτάσσουν διαχρονική προβλεψιμότητα, είναι εφικτό να υπάρχουν λελογισμένα πλεονάσματα που θα υποστηρίζουν την εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς να καταπνίγουν την οικονομία.

Υπερβολικά δημόσια έσοδα, όμως, θα αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, ιδίως εάν δεν χρησιμοποιηθούν με αποτελεσματικό τρόπο.

Σημασία δεν έχει μόνο το ισοζύγιο εσόδων και δαπανών, αλλά και το μέγεθος του δημόσιου τομέα και ο ρόλος του. Το επίπεδο δαπανών όσο και συνολικών εσόδων καταγράφεται ως υψηλό σε σύγκριση με το εθνικό προϊόν και με ανοδική τάση κατά τα τελευταία χρόνια.

Ασχετα με το αν η συλλογή περισσότερων εσόδων επιτρέπει νέες δαπάνες, όπως επιδόματα προς ευάλωτες ομάδες, ή αν οι ανάγκες δαπανών επιβάλλουν την αναζήτηση εσόδων, μια σταδιακή μείωση της παρέμβασης του δημόσιου τομέα εκεί όπου δεν είναι αναγκαία θα διευκολύνει την ανάπτυξη της οικονομίας.

Σε συνδυασμό με το ότι οι άμεσοι φόροι ακόμη επιβαρύνουν λίγους μόνο συνεπείς φορολογουμένους, αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης των υψηλών συντελεστών στο εισόδημα από εργασία, κάτι ακόμη πιο αναγκαίο μετά την επίπτωση του πληθωρισμού στους ονομαστικούς μισθούς.

Ενώ επιδοματικές πολιτικές στηρίζουν τα αδύναμα νοικοκυριά, αυτές μπορεί να έχουν και αρνητικές συνέπειες, για αυτό είναι προτιμότερο να εφαρμόζονται με σταθερούς κανόνες. Οι προβληματικές πλευρές είναι κυρίως δύο. Η πρώτη αφορά ανισορροπίες σε επιμέρους αγορές, όπως της στέγασης, όταν ενισχύεται η ζήτηση μέρους της αγοράς, με την προσφορά να μην μπορεί να καλύψει ικανοποιητικά την υπόλοιπη ζήτηση, η οποία πιέζεται από υψηλότερες τιμές.

Η δεύτερη προκύπτει από την ανάγκη τα επιδόματα να δίνονται με κριτήρια, κυρίως εισοδηματικά. Ετσι, όμως, η διασφάλιση επιδομάτων μπορεί να οδηγεί σε άμβλυνση των κινήτρων για εργασία ή για εμφάνιση εισοδημάτων, εγκλωβίζοντας μέρος του πληθυσμού σε χαμηλή ευημερία.

Η συστηματική αναβάθμιση κρίσιμων υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση και η υγεία, σε συνδυασμό με την υποστήριξη ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, είναι μια πιο αποδοτική κατεύθυνση.

Με τη θετική μακροοικονομική και δημοσιονομική βάση που έχει επιτευχθεί, το περιθώριο εξορθολογισμού και απλούστευσης της φορολογίας και των κοινωνικών δαπανών είναι σημαντικό. Σχετικές παρεμβάσεις είναι αναγκαίες για να ενισχυθούν οι προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας των νοικοκυριών στη χώρα.

Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr