ασιατικές αγορές να ακολουθούν, και τις δυτικές βιομηχανίες να προσπαθούν να κλείσουν την ψαλίδα.
Η χρεωκοπία της Northvolt επισημοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, αλλά ήταν μία εξέλιξη που οι γνώστες της αγοράς περιμέναν για μήνες. Η σουηδική εταιρεία μπαταριών είχε αρχικά γίνει γνωστή ως το «επιχειρηματικό θαύμα» της Ευρώπης, συγκεντρώνοντας χρηματοδότηση 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων από κρατικά δάνεια ή επιδοτήσεις και ιδιωτικούς επενδυτές. Όμως ακόμα και αυτό το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό δεν ήταν αρκετό ώστε η Northvolt να πετύχει στην αποστολή της: Το gigafactory στον Αρκτικό Κύκλο αντιμετώπιζε συνεχή προβλήματα, η επιχείρηση δεν κατάφερε ποτέ να λειτουργήσει στο 10% των συνολικών δυνατοτήτων της, ενώ οι μεγάλοι πελάτες της είχαν αναγκαστεί να ακυρώσουν παραγγελίες. Με το “κανόνι” της Northvolt να αντηχεί σε ολόκληρο τον κλάδο, το μέλλον αυτού του κρίσιμου τομέα βρίσκεται σε καμπή.
Αναπόφευκτα, η περίπτωση της Northvolt έχει φοβίσει αρκετούς επενδυτές. Αν μία επιχείρηση με τόσο υψηλή χρηματοδότηση δεν κατάφερε να επιβιώσει, τότε σε τι μπορούν να ελπίζουν οι μικρότεροι παίκτες; Κάποιοι άλλοι, όμως, βλέπουν μία ευκαιρία σε αυτή την ατυχία. Όπως εξηγούν οι επικεφαλής διάφορων start-ups που δραστηριοποιούνται στην αγορά μπαταριών, το επίπονο πάθημα της Northvolt μπορεί να αποδειχθεί σε πολύτιμο μάθημα για τους υπόλοιπους. Ένα από τα βασικά λάθη της σουηδικής εταιρείας ήταν η υπερ-έκτασή της σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, η Northvolt ιδρύθηκε το 2015, όμως μέσα σε λίγα χρόνια προσπάθησε να εμπλακεί σε πολλές διαφορετικές φάσεις της αλυσίδας αξίας ταυτόχρονα, όχι απλώς παράγοντας μπαταρίες λιθίου ως όφειλε, αλλά κατασκευάζοντας καθόδους μπαταριών κτλ.
Σε αντίθεση με αυτήν την προσέγγιση, οι άλλες επιχειρήσεις προτιμούν να ξεκινήσουν με πολύ πιο συγκρατημένες φιλοδοξίες, αναπτύσσοντας αργά αλλά σταθερά τη δράση τους. Μάλιστα, κάποιοι επισημαίνουν πως η υψηλή χρηματοδότηση της Northvolt μπορεί να λειτούργησε αρνητικά, καθώς έδωσε μία ψευδή αίσθηση ασφάλειας στη διοίκηση της εταιρείας, η οποία κατέληξε να αναζητά απεγνωσμένα ρευστότητα λίγο πριν κλείσει οριστικά. Βέβαια, καλώς ή κακώς, το ζήτημα της χρηματοδότησης είναι κομβικό. Όσο προσεκτική κι αν είναι μία επιχείρηση, δύσκολα θα καταφέρει να ξεκινήσει, πόσο μάλλον να αναπτυχθεί, αν δεν έχει τους απαραίτητους πόρους.
Η παρούσα συγκυρία δεν είναι τόσο θετική για αυτό. Στην Ευρώπη, η ρητορική για τους φιλόδοξους στόχους ανάπτυξης μίας εγχώριας βιομηχανίας μπαταριών δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα της παροχής υποστήριξης προς τις επενδύσεις. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς μακριά. Στην Ελλάδα, η ελληνική εταιρεία Sunlight Group αποφάσισε να ακυρώσει την πολυσυζητημένη επένδυση που θα ξεπερνούσε το 1 δις ευρώ για την κατασκευή ενός gigafactory μπαταριών λιθίου στη Δυτική Μακεδονία, ασκώντας κριτική στην ελληνική κυβέρνηση και την ευρωπαϊκή ηγεσία σχετικά με τη στάση τους έναντι των ευρωπαϊκών επενδύσεων. Παραδόξως, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επιθυμούν να ενδυναμώσουν την παρουσία τους σε αυτόν τον κρίσιμο κλάδο ώστε να απεξαρτηθούν από την κινεζική ηγεμονία. Εντούτοις, οι Βρυξέλλες διστάζουν να πάρουν τη δύσκολη απόφαση να βοηθήσουν έμπρακτα τους επενδυτές.
Η κατάσταση στην άλλη όχθη του Ατλαντικού είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Η επιστροφή των γραμμών παραγωγής επί αμερικανικού εδάφους και η απεξάρτηση από τις κινεζικές εξαγωγές αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της ρητορικής Τραμπ. Ωστόσο, ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει ακολουθήσει μία πολιτική που κάθε άλλο παρά δίνει κίνητρα στους επενδυτές. Από τη μία, επιβάλλοντας άτακτους δασμούς, αγνοώντας δικαστικές αποφάσεις, και επιδεικνύοντας προσωπικές προτιμήσεις, ο Τραμπ έχει διαμορφώσει ένα κλίμα αβεβαιότητας για όσους θα ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η προσωπική αντιπάθεια που τρέφει προς οτιδήποτε «πράσινο» τον έχει οδηγήσει να ακυρώσει τις χρηματοδοτήσεις για μία σειρά επενδύσεων— μεταξύ αυτών και στον κλάδο των μπαταριών— καθώς και έργα που βρίσκονται υπό κατασκευή, τινάζοντας τους σχεδιασμούς αυτών των επιχειρήσεων στον αέρα.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν πλάνα για επενδύσεις 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε βάθος δεκαετίας, δημιουργώντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, και μειώνοντας το κινεζικό αποτύπωμα στον κλάδο. Μολαταύτα, η υλοποίηση αυτών των σχεδίων προϋποθέτει την υποστήριξη του Λευκού Οίκου, κάτι που πλέον δεν θεωρείται δεδομένο, με τον Τραμπ να ετοιμάζεται να ακυρώσει τον IRA και να επιτίθεται στις πράσινες τεχνολογίες σε κάθε ευκαιρία. Συνιστά, ίσως, ειρωνεία πως ο Τραμπ κατάφερε με την πολιτική του να πλήξει ακόμα και τον αγαπημένο του— όπως συχνά δηλώνει— κλάδο των ορυκτών καυσίμων, βυθίζοντας το πετρέλαιο, και κατά συνέπεια τις πετρελαϊκές, σε μία παρατεταμένη κρίση.
Είναι εύκολο να πιστεύει κανείς πως η Κίνα κατάφερε να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο του κλάδου από τύχη ή “δόλιες” πρακτικές. Στην πραγματικότητα, οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει σοβαρά στην έρευνα, πετυχαίνοντας εντυπωσιακά άλματα μέσα σε ελάχιστα χρόνια. Για παράδειγμα, η δεύτερη μεγαλύτερη κατασκευάστρια μπαταριών, η αυτοκινητοβιομηχανία BYD, πρόσφατα ανακοίνωσε πως κατασκεύασε μπαταρίες που απαιτούν μόλις 5 λεπτά φόρτισης για διαδρομές 400 χιλιομέτρων. Καινοτομίες όπως αυτή, σε συνδυασμό με το σχετικά φθηνότερο κόστος, καθιστούν τα κινεζικά προϊόντα πολύ πιο ελκυστικά από τα αντίστοιχα δυτικά. Ως εκ τούτου, ακόμα και η ΕΕ και οι ΗΠΑ καταφέρουν μεσοπρόθεσμα να παράγουν αρκετές μπαταρίες ώστε να καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση, θα πρέπει να προσφέρουν αντίστοιχα τεχνολογικά πλεονεκτήματα αν επιθυμούν να είναι ανταγωνιστικές.