Τον περασμένο Αύγουστο, όταν το ελληνόκτητο δεξαμενόπλοιο «ΜV Sounion» χτυπήθηκε από πυραύλους των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, υπήρξαν φόβοι ότι θα μπορούσε να προκαλέσει μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές στην ιστορία. Μία πρωτοποριακή επιχείρηση κατάσβεσης και ρυμούλκησης ωστόσο, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 200 ειδικοί, απέτρεψε την κρίση. Η βρετανική εταιρεία ναυτικής ασφάλειας Ambrey έδωσε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα λεπτομέρειες από το παρασκήνιο αυτού του επικίνδυνου έργου.
Η Ambrey κλήθηκε μετά την επίθεση της 21ης Αυγούστου στο πλοίο της Delta Tankers, το οποίο μετέφερε φορτίο πετρελαίου από τη Βασόρα. Και σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ κινδύνευε να αφήσει πίσω μία πετρελαιοκηλίδα «τετραπλάσια από τη διαρροή του δεξαμενόπλοιου Exxon Valdez». Οι πύραυλοι που έπληξαν το πλοίο κατέστρεψαν κρίσιμα συστήματα ελέγχου, σύμφωνα με τους ειδήμονες της Ambrey. Ευτυχώς τα 29 μέλη του πληρώματος απομακρύνθηκαν με ασφάλεια. Δύο ημέρες αργότερα, ωστόσο, οι Χούθι κατέλαβαν το σκάφος προτού πυροδοτήσουν εκρηκτικά στα κύρια καταστρώματα και στη γέφυρα, που προκάλεσαν 19 πυρκαγιές και παραβίασαν τις δεξαμενές φορτίου. Το δεξαμενόπλοιο, που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση από τα πλοία των Χούθι και εντός της εμβέλειας των οπλικών συστημάτων τους, χτυπήθηκε 93 χιλιόμετρα από τις ακτές της Υεμένης. Τότε ήταν που ξεκίνησε άμεσα μία επιχείρηση διάσωσης από τις ασφαλιστικές εταιρείες του πλοίου, με επικεφαλής την Ambrey.
«Χρειάστηκαν σημαντικές διπλωματικές ενέργειες για να γίνουν οι απαραίτητες στρατιωτικές προσπάθειες διάσωσης του πλοίου πριν διαλυθεί από τις πυρκαγιές που μαίνονταν σε αυτό», λέει η Ambrey.
Η εκτεταμένη αποστολή κατάσβεσης δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην αρχική θέση που βρισκόταν το πλοίο. Επιπλέον, η ρυμούλκηση ενός φορτωμένου δεξαμενόπλοιου ενώ φλέγεται ήταν κάτι που δεν είχε γίνει ξανά σε αυτή την κλίμακα στο παρελθόν. Οι επιχειρήσεις διάσωσης ξεκίνησαν μόνο όταν οι ειδικοί εξουδετέρωσης εκρηκτικών είχαν επιθεωρήσει το σκάφος και το είχαν καθαρίσει από τυχόν μηχανισμούς που δεν είχαν εκραγεί.
Υπήρχε ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μία από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές στην ιστορία.
Η κλίμακα και η πολυπλοκότητα της επιχείρησης είχαν ως αποτέλεσμα να επιστρατευθούν εξειδικευμένα ρυμουλκά από την Ελλάδα καθώς και πυροσβεστικά μέσα μαζί με ειδικούς από όλο τον κόσμο. Η παράκαμψη των συνήθων τελωνειακών προθεσμιών για να φτάσει εγκαίρως στο «Sounion» ο κρίσιμος εξοπλισμός χρειάστηκε διπλωματικές επαφές στα υψηλότερα επίπεδα, ανέφερε η εταιρεία.
Eως τα μέσα Σεπτεμβρίου, ένας στολίσκος επτά σκαφών διάσωσης υποστηριζόμενος από τρία ναυτικά μέσα της EUNavfor Aspides και αεροπορική υποστήριξη έφτασε με επιτυχία στο δεξαμενόπλοιο, εν μέσω εμπόλεμης ζώνης. Η ρυμούλκηση άρχισε τότε σε μια ασφαλή και απομονωμένη τοποθεσία 240 χιλιόμετρα βόρεια. Η κατάσβεση αντιμετώπισε τεράστιες προκλήσεις λόγω της ζέστης και της υγρασίας της Ερυθράς Θάλασσας, που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν κυρίως νύχτα.
Επειτα από τρεις δύσκολες εβδομάδες, οι φλόγες έσβησαν, οι δεξαμενές φορτίου επιδιορθώθηκαν και το σκάφος κατέστη πάλι ασφαλές. Στις αρχές Οκτωβρίου τέλος, το δεξαμενόπλοιο ρυμουλκήθηκε βόρεια στο Σουέζ για την απομάκρυνση του φορτίου. Περίπου 150.000 τόνοι αργού μεταφέρθηκαν στο αδελφό πλοίο «Delta Blue». Στην επιχείρηση συμμετείχαν επίσης οι Megatugs Salvage & Towage, Diaplous, Offmain, Fire Aid, Pro Liquid και Ambipar Response.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Ambrey, Κρίστοφερ Κρούκολ, δήλωσε: «Η Ambrey αποτίει φόρο τιμής και είναι ευγνώμων σε όλους τους γενναίους στρατιωτικούς και πολιτικούς εταίρους, προμηθευτές και μέλη πληρώματος που συμμετείχαν σε αυτήν την περίπλοκη επιχείρηση διάσωσης. Η συνεργασία μας επέτρεψε να αποτρέψουμε συλλογικά μια περιβαλλοντική καταστροφή, να σώσουμε το πλοίο και να διατηρήσουμε όλους τους εμπλεκόμενους ασφαλείς».
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)