Πώς ορίζεται η “νίκη”; Η απάντηση θα όφειλε να είναι εκ των προτέρων γνωστή σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ουκρανία πρέπει να συνεχίσει να μάχεται μέχρι τη νίκη, η οποία είναι εφικτή. Πολλοί εξ αυτών, ωστόσο, έχουν βυθισθεί σε περισυλλογή – και θέτουν το ερώτημα πώς αντιλαμβάνεται το Κίεβο την εκπλήρωση των στόχων του. Με άλλα λόγια, σύμφωνα και με αναλυτικό δημοσίευμα του Blοοmberg, σε ορισμένες δυτικές πρωτεύουσες εξετάζονται πλέον σενάρια για τον τερματισμό του πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων.
Ο προβληματισμός αυτός εγγράφεται στο πλαίσιο που δημιουργεί το “σφιχτό” ημερολόγιο των επόμενων μηνών: επιχειρησιακό στην ίδια την Ουκρανία και πολιτικό στη Δύση. Το άμεσο μέλημα των συμμάχων είναι να βοηθήσουν την Ουκρανία να αποκαταστήσει μέρος του ενεργειακού της δυναμικού ενόψει του χειμώνα και να αποκρούσουν τη ρωσική πρόοδο γύρω από τη στρατηγικής σημασίας πόλη Ποκρόβσκ στην περιοχή του Ντονέτσκ. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη πίεση δημιουργεί η προοπτική εκλογικής νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και η συνεχιζόμενη άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Το χρονικό παράθυρο ανάμεσα στις αμερικανικές κάλπες του Νοεμβρίου και την είσοδο στον Λευκό Οίκο του νέου (ή της νέας) ενοίκου τον Ιανουάριο, προσφέρεται για την ανάληψη κάθε είδους πρωτοβουλιών, είτε προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης είτε και προς την ακριβώς αντίθετη, ώστε τα όποια τετελεσμένα να δεσμεύουν την επόμενη πολιτική ηγεσία.
Ήδη πάντως ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς πρόλαβε να κάνει γνωστό ότι πρόκειται να κινηθεί διπλωματικά, τονίζοντας, όπως έπραξε σε συνέντευξή του στην ZDF στις 9 Σεπτεμβρίου, ότι “τώρα είναι η ώρα να συζητήσουμε πώς μπορούμε να βγούμε πιο γρήγορα από αυτή την εμπόλεμη κατάσταση και να επιτύχουμε την ειρήνη”. Το δικό του “σχέδιο νίκης”, πρόκειται άλλωστε να παρουσιάσει το επόμενο διάστημα ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος θα αξιοποιήσει την ετήσια Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών για να πραγματοποιήσει στο περιθώριό της επαφές με την αμερικανική ηγεσία – Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς. “Το σημαντικότερο τώρα είναι η αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του σχεδίου. Δεν πρέπει και δεν μπορεί να υπάρχει εναλλακτική στην ειρήνη, κανένα πάγωμα του πολέμου ή άλλοι χειρισμοί που θα οδηγούσαν τη ρωσική επιθετικότητα σε άλλο στάδιο”, ανέφερε ο Ζελένσκι σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του. Όμως όλα αυτά αφορούν περισσότερο τις ανάγκες της προεκλογικής συγκυρίας παρά την ουσία των τεκταινομένων στα πεδία των μαχών. Ο δε Ζελένσκι, που παρά την εξάντληση της θητείας του παρατείνει τον πολιτικό του βίο ως “πολεμικός πρόεδρος” είναι γνωστός για την υιοθέτηση μαξιμαλιστικών θέσεων.
Δύο είναι τα διλήμματα που απασχολούν τους ηγετικούς κύκλους οι οποίοι αναζητούν “στρατηγική εξόδου” από την ουκρανική περιπέτεια. Το πρώτο είναι, με δεδομένη την προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία ήδη από το 2014 και άλλων τεσσάρων ουκρανικών επαρχιών μετά το 2022, κατά πόσον τυχόν εδαφικές παραχωρήσεις θα ήταν ένα επιτρεπτό τίμημα για την ειρήνευση. Το δέλεαρ εν προκειμένω είναι η διάσωση μιας Ουκρανίας, περιορισμένης μεν εδαφικά, αλλά σταθερά αγκυρωμένης στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς.Το δεύτερο δίλημμα αφορά την “επόμενη μέρα”, το κατά πόσον δηλαδή η ρωσική πλευρά πρόκειται να αξιοποιήσει την όποια διευθέτηση της κρίσης, προκειμένου να ανασυνταχθεί για επόμενες επιθετικές ενέργειες στην ανατολική Ευρώπη.
Παραβλέπει, ωστόσο, η συζήτηση αυτή την ασάφεια που επικρατεί σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις της ίδιας της Ρωσίας. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν επαναλαμβάνει, εννοείται, με κάθε ευκαιρία την ετοιμότητά του να διαπραγματευθεί, πλην η άκοπη αυτή επικοινωνιακή επιλογή δεν δείχνει να εναρμονίζεται με τους πολεμικούς στόχους που ο ίδιος έχει θέσει εξαρχής, ήτοι την “αποστρατιωτικοποίηση” και “αποναζιστικοποίηση” της Ουκρανίας. Με άλλα λόγια, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η Μόσχα είναι διατεθειμένη να συμβιώσει με μία Ουκρανία η οποία θα διατηρεί την υπάρχουσα πολιτική τάξη και τον φιλοδυτικό γεωπολιτικό προσανατολισμό, ακόμη και αν έχει απωλέσει αυτές που αποκαλούνται “παραδοσιακά ρωσικές γαίες”, χωρίς να γίνεται σαφής η πραγματική τους έκταση.
Και είναι πολύ περισσότερο αμφίβολο εάν το Κρεμλίνο εμπιστεύεται οποιονδήποτε στη Δύση μετά την (εσκεμμένη, όπως ομολογήθηκε) αθέτηση των Συμφωνιών του Μινσκ και την αγγλοσαξωνική “παρεμβολή” με την οποία αποτράπηκε η υπογραφή ρωσο-ουκρανικής συμφωνίας στην Κωνσταντινούπολη κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου το 2022. Και πάντως, μετά την ουκρανική αντεπίθεση στο Κουρσκ η ρωσική πλευρά τονίζει ότι η ώρα της διαπραγμάτευσης παρήλθε.
Το γεγονός ότι επιχειρησιακά η ρωσική πλευρά κινείται με αργούς ρυθμούς, για τον φόβο υψηλού αριθμού απωλειών, δεν μπορεί να αποκρύψει το ότι επιδίωξή της είναι μία εσωτερική στρατιωτική και πολιτική κατάρρευση της Ουκρανίας λόγω εξαντλήσεως, η οποία θα μπορούσε να εκδηλωθεί ραγδαία. Επ' αυτού, διαισθάνεται κανείς μια ορισμένη διάσταση απόψεων ανάμεσα στο Γενικό Επιτελείο και το Κρεμλίνο, το οποίο είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη του την επιθυμία της οικονομικής ελίτ για τερματισμό της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Και εδώ ακριβώς έρχεται να παρεμβληθεί ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έκανε το πρώτο βήμα μιας δημόσιας διαπραγμάτευσης με τον Πούτιν (και κατ' ουσίαν τους Ρώσους ολιγάρχες), χωρίς να του δοθεί η πρέπουσα προσοχή. Σε ομιλία του στο Economic Club της Νέας Υόρκης στις 9 Σεπτεμβρίου ο Ρεπουμπλικανός πρώην (και εκ νέου υποψήφιος) πρόεδρος τόνισε ότι η πολιτική των κυρώσεων έναντι της Ρωσίας (και άλλων) συνιστά αυτοτραυματισμό των ΗΠΑ, διότι υπονομεύει τη θέση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού. Το να χάσουμε το δολάριο θα είναι σαν να χάνουμε έναν πόλεμο, δήλωσε χαρακτηριστικά, προτείνοντας μια περιορισμένη άρση των κυρώσεων ως κινήτρου για άμεσο τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")