Ακόμα, όμως, χειρότερο είναι το γεγονός, ότι μετά δεκαετίες της ίδιας κατά βάση στάσης και συμπεριφοράς (πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων, όπως της στάσης του Ανδρέα Παπανδρέου στην κρίση του Sismik το 1987), αυτή η υποχωρητικότητα δεν αντανακλά απλώς την εγωκεντρικότατα των εγχώριων «ελίτ», που δεν θέλησαν ποτέ, να αντιμετωπίσουν δυναμικά την Τουρκία, ως τον υπαρξιακό εχθρό, που πράγματι είναι(μήπως και μια τυχόν αποτυχία συνεπαγόταν ανάλωση της μικρο-εξουσίας τους), αλλά τους πραγματικούς αρνητικούς συσχετισμούς ισχύος σε βάρος της Ελλάδας, τους οποίους δημιούργησε αυτή η διαχρονικά ολέθρια πολιτική. Ας το αποκαλέσουμε, ως την «ελληνική απίσχνανση» - το φαινόμενο μιας Ελλάδας, που μέσα σε αυτές τις δεκαετίες μίκραινε (οικονομικά, πληθυσμιακά, πολιτικά) όσο, αντιθέτως, η Τουρκία μεγάλωνε. Γιατί βέβαια, καθώς αυτό συνέβαινε, περιορίζονταν ταυτόχρονα αντικειμενικά και τα όποια περιθώρια για μια δυναμική πολιτική απέναντι στην Τουρκία ακόμα και εάν ποτέ βρισκόταν κάποιος, που να ερωτοτροπούσε με αυτήν την «απαγορευμένη» ιδέα.
Δέστε το απλά, αυτή η (ολοένα μικρότερη) Ελλάδα και αυτή η (ολοένα μεγαλύτερη) Τουρκία βρίσκει ήδη σαφή αποτύπωση στους αριθμούς. Έτσι, σε όρους πληθυσμού, ενώ το 1950, η αναλογία Ελλάδας-Τουρκίας ήταν 1/2,8 (Ελλάδα 7,5 εκατομμύρια, Τουρκία 21), το 2024 η αναλογία ξεπέρασε το 1/8 (Ελλάδα 10,5 εκατομμύρια, Τουρκία 85). Αναλόγως, ενώ το 1990 τoκατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας (σε όρους αγοραστικής δύναμης - PPP) ήταν 13.400 δολάρια και της Τουρκίας 8.400, το 2024, το PPPτης Ελλάδας έχει γίνει 41.100 δολάρια και της Τουρκίας 44.100. Με άλλα λόγια, μέσα σε εβδομήντα χρόνια, η Τουρκία έγινε οκτώ φορές μεγαλύτερη σε πληθυσμό από εμάς (από 2,8 φορές το 1950) και μέσα σε τριάντα χρόνια μας ξεπέρασε σε όρους PPP (αν και οκταπλασίασε τον πληθυσμό της!). Πράγμα που δείχνει, ότι καθώς περνούσαν τα χρόνια, μια σύγκρουση με την Τουρκία γινόταν ολοένα και λιγότερο διαχειρίσιμη για την Ελλάδα, γιατί φυσικά άλλο, να συγκρούεσαι με μια φτωχότερη χώρα με τριπλάσιο πληθυσμό και άλλο με μια πλουσιότερη χώρα με οκταπλάσιο πληθυσμό. Αλλά, φυσικά, η Ελλάδα δεν γινόταν «μικρότερη» έναντι της Τουρκίας μόνον πληθυσμιακά και οικονομικά (που επίσης σημαίνει και στρατιωτικά) αλλά γινόταν «μικρότερη» και πολιτικά.
Γιατί, δεν είναι απλώς, ότι καθώς περνούσαν τα χρόνια η Τουρκία δημιουργούσε και κατοχύρωνε τετελεσμένα σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων ξεδιπλώνοντας έναν μακράς πνοής μαξιμαλισμό, ξεριζώνοντας τον Ελληνισμό της Πόλης, διαιρώντας την Κύπρο και δημιουργώντας γκρίζες ζώνες στις ελληνικές θάλασσας, με την Ελλάδα, να παρίσταται μονίμως ανήμπορη, να αντιδράσει σε αυτά αλλά η Ελλάδα δεν αξιοποίησε καν την συμμετοχή της στην Ευρώπη(το μόνο εγγενές πολιτικό της πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας) για να περιχαρακώσει έναν αντίπαλο, που «μεγάλωνε». Κάθε άλλο, αντί, να αξιοποιήσουμε την πολιτική ετερότητα, την οποία ολοένα και πιο έντονη αισθανόταν η Ευρώπη προς μια ισλαμική Τουρκία με την οποία δεν την συνέδεε ουδέν το πολιτισμικό, κατέστημεν αντίθετα (και παραμένουμε ακόμα!) κωμικοτραγικοί υπέρμαχοι μιας εισδοχής της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, εάν δεν ενταφιαζόταν ως προοπτική από χώρες όπως η Γαλλία και η Αυστρία(αλλά και λόγω της κάθετης αντίρρησης της ευρωπαϊκής «άκρας δεξιάς»), θα σήμαινε, ότι σε λίγα χρόνια, με μέσο την ευρωπαϊκή ελευθερία εγκατάστασης, τα ελληνικά νησιά (αν όχι η Ελλάδα ολόκληρη) θα κατοικούνταν πλειοψηφικά από Τούρκους - και όμως αυτή η πολιτικά ανερμάτιστη Ελλάδα το υποστήριζε αυτό!
Αυτή δε η πολιτική μας απίσχνανση (σε αντίθεση με την Τουρκία, η οποία τα τελευταία είκοσι χρόνια υλοποίησε το όραμα του İsmail Cem, να γίνει «περιφερειακή δύναμη», δηλαδή χώρα, που να αντέχει, να εμμένει στις επιδιώξεις της, αρκεί να τις θεωρεί ορθές και ανεξαρτήτως «κόστους») αντανακλά και ένα έλλειμμα ιδεολογίας. Γιατί, τελικά, η Ελλάδα κυριαρχείται από αφηγήματα, που την καθιστούν ανήμπορη, να αντιμετωπίσει, ως αντίπαλο, την Τουρκία. Θα αντιμετωπίσει άραγε την Τουρκία η κάθε απόχρωσης «ελληνική αριστερά» με τα γελοία ιδεολογήματα, ότι οι δυο λαοί δεν έχουν, να χωρίσουν τίποτε και ότι είμαστε τάχα πολιτισμικά συγγενείς; Θα αντιμετωπίσει την Τουρκία η «φιλοευρωπαϊκή» κεντροδεξιά, όταν υποστηρίζει την είσοδο αυτής (αν και ισλαμικού ξένου σώματος) στην Ευρώπη, χωρίς να κατανοεί ούτε λέξη από τις κυρίαρχες «ισλαμο-κριτικές» απόψεις της ηπείρου; Ή μήπως θα αντιμετωπίσει την Τουρκία η ηττοπαθής ρητορική περί «διεθνούς δικαίου»; Δυστυχώς όμως ακόμα και όσες δυνάμεις αντιδρούν υγιώς στον κατευνασμό αδυνατούν. Γιατί, η πραγματική αχίλλειος πτέρνα της Τουρκίας στην Δύση σήμερα είναι ακριβώς ο ισλαμικός και αντιδυτικός της χαρακτήρας - όπως διερωτήθηκε πρόσφατα ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, αλήθεια, τι δουλειά έχει η ισλαμική Τουρκία στο ΝΑΤΟ; Όμως στην Ελλάδα όσοι ακόμα αντιδρούν υγιώς στον κατευνασμό συχνά το πράττουν επικρίνοντας ταυτόχρονα την Δύση και το ΝΑΤΟ (κατεξοχήν σήμερα στις κρίσεις της Γάζας και της Ουκρανίας), αποποιούμενοι έτσι το μόνο «αρχιμήδειο σημείο» από το οποίο μπορεί κανείς, να αντιμετωπίσει ιδεολογικά την Τουρκία. Με άλλα λόγια, αντί, να είμαστε φυσικοί πρωταγωνιστές στο ισχυρό «ισλαμο-κριτικό» ρεύμα, που θέλει την Τουρκία εκτός Δύσης, περί άλλων τυρβάζουμε και ευτυχώς που υπάρχουν στον κόσμο άλλοι, να πρεσβεύουν το προφανές.
(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)