Μία νέα αρένα διεθνούς ανταγωνισμού έχει ανοίξει, αυτή τη φορά με αφορμή τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Η ευρεία αυτή κατηγορία περιλαμβάνει μέταλλα, καύσιμα, και λοιπά υλικά, τα οποία συχνά σχετίζονται με τις βιομηχανίες στρατηγικής σημασίας όπως η αμυντική, καθώς και με την πράσινη μετάβαση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα 

περισσότερο νομοθετικά και γραφειοκρατικά, ωστόσο οι πρόσφατες διεθνείς συγκυρίες την οδηγούν να εισέλθει έμπρακτα στον παγκόσμιο αγώνα δρόμου για τη διασφάλιση αυτών των πρώτων υλών.

Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πραγματοποίηση μίας έρευνας σχετικά με τις πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας. Η εν λόγω έρευνα απευθύνεται στις επιχειρήσεις και τους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των πρώτων υλών, με σκοπό να διαχειριστεί την αυξανόμενη ζήτηση για αυτά τα υλικά.

Παράλληλα, η ΕΕ επιχειρεί να επιστρέψει σταδιακά στο κομμάτι της εσωτερικής παραγωγής των κρίσιμων πρώτων υλών, επαναφέροντας σε λειτουργία σχετικά υποδομές που είχαν κλείσει— κυρίως για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Μία τέτοια περίπτωση είναι η VerdeMagnesium, μία εταιρεία που εδρεύει στη Ρουμανία, αλλά χρηματοδοτείται από αμερικανικά κεφάλαια. Όπως υποδεικνύει το όνομά της, η επιχείρηση αυτή ασχολείται με την εξόρυξη μαγνησίου, και πρόσφατα έλαβε άδεια εξόρυξης από τη ρουμανική κυβέρνηση,με το νέο ορυχείο να ξεκινά τη λειτουργία του το 2027. Το συγκεκριμένο ορυχείο ήταν το τελευταίο που λειτουργούσε επί ευρωπαϊκού εδάφους και έκλεισε το 2014.

Το μαγνήσιο συγκαταλέγεται στην επίσημη ευρωπαϊκή λίστα με τις ‘Πρώτες Ύλες Κρίσιμης Σημασίας’, δηλαδή αποτελεί ένα υλικό που η ΕΕ παρακολουθεί στενά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕ εισάγει περισσότερο από το 90% του μαγνησίου που χρησιμοποιεί από την Κίνα. Το γεγονός αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την ασφαλή εισαγωγή μαγνησίου, κάτι που κατέστη σαφές το 2022, όταν πολλά κινεζικά εργοστάσια έκλεισαν λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, προκαλώντας χάος στην ευρωπαϊκή παραγωγή.

Για να αντισταθμιστεί αυτό το μείζον πρόβλημα, η VerdeMagnesium σκοπεύει να επενδύσει 1 δις δολάρια για την επαναλειτουργία του ρουμανικού ορυχείου, με στόχο να παράγει 90.000 τόνους ετησίως, περίπου το μισό των ευρωπαϊκών αναγκών. Παράλληλα, η επιχείρηση μπορεί να αιτηθεί κοινοτικές επιδοτήσεις, ειδικά μέσω του μηχανισμού για τη διαχείριση των ΠρώτωνΥλών Κρίσιμης Σημασίας.

Η ΕΕ δεν είναι η μόνη που αρχίζει να λαμβάνει μέτρα για την εξάρτησή της από τις κινεζικές εξαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ανακοίνωσε τη χρηματοδότηση δύο εταιρειών για εξορύξεις κρίσιμων υλικών. Η Alpha HPA θα δανειοδοτηθεί με 400 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας για τη λειτουργία μίας μονάδας επεξεργασίας αλουμινίου. Επίσης, η  RenascorResourcesθα δανειοδοτηθεί με 185 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας για την επιτάχυνση μίας υποδομής γραφίτη, συμπεριλαμβανομένου ενός ορυχείου και μίας μονάδας επεξεργασίας. Υπενθυμίζεται ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός γραφίτη παγκοσμίως. Τα κεφάλαια αυτά προέρχονται από το αυστραλιανό Ταμείο για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί το 2021 και έχει πόρους ύψους 4 δις δολαρίων Αυστραλίας.

Η Κανμπέρα επιχειρεί να μειώσει την εξάρτησή της από τις κινεζικές εξαγωγές, αξιοποιώντας τα μεγάλα, και εν πολλοίς αναξιοποίητα, κοιτάσματα πρώτων υλών που διαθέτει. Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική για την Ευρώπη, το υπέδαφος της οποίας είναι κάθε άλλο παρά αναξιοποίητο.  Παράλληλα, οι όποιες προσπάθειες επαναφοράς ή έναρξης τέτοιων έργων προσκρούουν στην περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο από το 2019 και μετά. Τέλος, οι κοινοτικές πρωτοβουλίες για τη διαχείριση των πόρων, αλλά και των σχέσεων με την Κίνα ευρύτερα, υπονομεύονται συχνά από τις στρατηγικές προτεραιότητες των μεμονωμένων κρατών-μελών, οι κυβερνήσεις των οποίων συχνά αδιαφορούν για τη στρατηγική της ΕΕ που οι ίδιες διαμόρφωσαν. Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη έχει πολύ δρόμο μπροστά της μέχρι να καταφέρει να προσεγγίσει τις άλλες μεγάλες δυνάμεις— πόσω μάλλον να απαγκιστρωθεί από τις κινεζικές εξαγωγές.