Το θέμα του συνεδρίου της Διεθνούς Εβδομάδας Ενέργειας (IEWeek), που διοργανώθηκε από το Energy Institute μεταξύ 27-29 Φεβρουαρίου στο Λονδίνο, ήταν «Σε αναζήτηση της ενεργειακής μετάβασης». Πανελίστες συμφώνησαν ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να είναι σημαντικό κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης. Τόνισαν επίσης ότι υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι χώρες της ΕΕ παρεκκλίνουν από την Πράσινη Συμφωνία

Η Γερμανία ενέκρινε σχέδια τον Φεβρουάριο για τη χρηματοδότηση μιας από τις μεγαλύτερες αναπτύξεις σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο στην Ευρώπη. Σκοπεύει να προχωρήσει σύντομα σε τέσσερις βραχυπρόθεσμους διαγωνισμούς ισχύος έως 10GW, οι οποίοι θα περιλαμβάνουν περίπου 15-20 νέους σταθμούς που να είναι έτοιμοι να μετατραπούν μεταξύ 2035-2040 σε καύση υδρογόνου - και επίσης έτοιμοι για την εφαρμογή τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).

Επιπλέον, σε μια σημαντική παρέκκλιση από το REPowerEU και την Πράσινη Συμφωνία, από τα τέλη του 2023 η Γερμανία υπογράφει μακροπρόθεσμες συμβάσεις προμήθειας φυσικού αερίου και LNG, διάρκειας πολύ μεγαλύτερης των 10 ετών.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί παρόμοια διαδρομή, με τον υπουργό ενέργειας του να ανακοινώνει σχέδια τον Μάρτιο «για την κατασκευή νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου, καθώς και για την παράταση της διάρκειας ζωής ορισμένων «παλαιωμένων περιουσιακών στοιχείων φυσικού αερίου», όπου είναι ασφαλές, για να εξασφαλιστεί ευελιξία στην δυναμικότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας». Η κυβέρνηση αναγνώρισε την ανάγκη να συνεχιστεί αμείωτη η παραγωγή φυσικού αερίου μέχρι τη δεκαετία του 2030-2040 ως εφεδρικό για τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας και τη μείωση κόστους.

Το 2023 η Πράσινη Συμφωνία δέχτηκε συνεχείς επιθέσεις και με λιγότερους από 3 μήνες μέχρι τις ευρωπαϊκές εκλογές συνεχίζει να κατατεμαχίζεται, με ορισμένους στις Βρυξέλλες να την αποκαλούν ‘ξεπερασμένη’.

Αυτές οι εξελίξεις είναι συμπτωματικές μιας τάσης που δείχνει προς μια κατεύθυνση: ότι η Πράσινη Συμφωνία έχει περάσει τις «ημέρες δόξας» της και δέχεται αυξανόμενες επιθέσεις καθώς ψηφοφόροι και επιχειρήσεις ανησυχούν για το κόστος της ενεργειακής μετάβασης. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όλο και περισσότερες περιβαλλοντικές νομοθεσίες αμφισβητούνται και αποδυναμώνονται, είτε πρόκειται για τον «Νόμο για την Αποκατάσταση της Φύσης» -τώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης- περιβαλλοντικές απαιτήσεις που συνδέονται με τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΕΕ, το «Net Zero Industry Act» , το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης», μεταξύ άλλων.

Ο νόμος για την «Αποκατάσταση της Φύσης» θεωρείται πυλώνας της Πράσινης Συμφωνίας, αλλά έχει ήδη αποδυναμωθεί σημαντικά από τους νομοθέτες και τις κυβερνήσεις της ΕΕ.

Υπήρξαν πολλές επιτυχίες στην πράσινη νομοθετική προσπάθεια της ΕΕ το 2023, με πολλές περιβαλλοντικές πολιτικές να ψηφίστηκαν σε νόμους. Παρόλα αυτά, μια πρόσφατη έκθεση διαπίστωσε ότι η ΕΕ είναι πιθανό να μην επιτύχει την πλειοψηφία των πράσινων στόχων της για το 2030, συμπεριλαμβανομένων των στόχων της για μείωση των εκπομπών CO2 (Σχήμα 1).

Σχήμα 1: Η Ευρώπη δεν θα επιτύχει τους στόχους της για τη μείωση των εκπομπών CO2

Πηγή: FT

Μπαίνοντας στο 2024, η Πράσινη Συμφωνία αμφισβητείται από αγρότες, βιομήχανους, κοινή γνώμη, ακόμη και κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μακρόν, ο οποίος ζήτησε ρυθμιστική παύση.

Ο βασικός στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΚ) για 90% μείωση των εκπομπών CO2 μέχρι το 2040 έλαβε μόνο «υπό όρους» υποστήριξη από τις χώρες της ΕΕ στις 25 Μαρτίου, με 10 χώρες υπέρ, τρεις κατά και 13 να ζητούν πρόσθετες παραχωρήσεις. Τώρα θα αφεθεί στην επόμενη Επιτροπή να το προχωρήσει. Όμως, όπως δείχνει το Σχήμα 1, αυτό μπορεί να είναι ένα βήμα πολύ μακριά, ειδικά καθώς ορισμένες από τις πιο πρόσφατες προόδους στην απαλλαγή από ανθρακούχες εκπομπές οφείλεται στη συρρίκνωση των βιομηχανιών της ΕΕ. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2023 ήταν μειωμένη 5,4% σε σχέση με το 2022, κυρίως λόγω βιομηχανίας, πέφτοντας για το δεύτερο διαδοχικό έτος.

Θα χρειαστούν τεράστια νέα μέτρα και κόστος για την επίτευξη του προτεινόμενου στόχου για το 2040, με αντίσταση από τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία -που έχουν ήδη κουραστεί από τις υπερβολικές πράσινες ρυθμίσεις- να συνεχίζει να αυξάνεται. Οι πολίτες της ΕΕ υποστηρίζουν τη δράση για το κλίμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αυξήσει το κόστος διαβίωσης τους και δεν θα επηρεάσει την καθημερινή ζωή.

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία, αν και υποστηρίζει την Πράσινη Συμφωνία, «ανησυχεί εξαιρετικά για την αισθητή αποβιομηχάνιση στην Ευρώπη». Τον Μάρτιο, το κύριο επιχειρηματικό λόμπι της ΕΕ, το BusinessEurope, και το Γερμανικό Επιμελητήριο Βιομηχανίας και Εμπορίου (DIHK) διατύπωσαν τα βασικά αιτήματά τους για την επόμενη Επιτροπή, καλώντας την ΕΚ να «επικεντρωθεί στα βασικά»: ζητούν τον εξορθολογισμό της πολιτικής, την αντιμετώπιση των διπλών αναφορών και τον συνδυασμό της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ με ένα σταθερό σχέδιο βιομηχανικής πολιτικής.

Υπάρχουν ήδη προειδοποιήσεις ότι αν η αντίσταση στην πράσινη νομοθεσία συνεχίσει μετά τις εκλογές, «θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εθνική εφαρμογή των νομοθεσιών που έχει ήδη συμφωνηθεί».

Με τις εκλογές σε όλη την ΕΕ να έρχονται τον Ιούνιο και τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν μια ισχυρή στροφή προς την ακροδεξιά, οι θέσεις σκληραίνουν, ελπίζοντας να προσελκύσουν συντηρητικούς και ψηφοφόρους της υπαίθρου που αντιτίθενται σε περισσότερους κανονισμούς από την ΕΚ. Αντικατοπτρίζει επίσης τον φθίνοντα ενθουσιασμό της Ευρώπης για την πράσινη νομοθεσία και γενικά για το μέλλον της Πράσινης Συμφωνίας. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πειστούν οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι ότι η διατήρηση του ρυθμού της πράσινης μετάβασης είναι προς το συμφέρον τους.

Η ανησυχία είναι ότι ολόκληρη η πράσινη ατζέντα της ΕΕ μπορεί να μπλοκαριστεί. Υπάρχει μια αυξανόμενη αντίδραση για το κλίμα που μέχρι το τέλος του 2024 κινδυνεύει να εξελιχθεί σε κάτι πολύ πιο σοβαρό αν η ακροδεξιά αναδειχθεί ισχυρή μετά τις εκλογές της ΕΕ και ο Τραμπ επιστρέψει στην Προεδρία των ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, καθώς η προσοχή της ΕΕ αναμένεται να στραφεί στην άμυνα και την ασφάλεια μετά τις εκλογές τον Ιούνιο, είναι πολύ πιθανό η Πράσινη Συμφωνία να μην είναι πλέον η κορυφαία προτεραιότητα. Ανάλογα με το αποτέλεσμα των εκλογών, μπορεί να επιβιώσει, αλλά θα χρειαστεί διορθώσεις και αλλαγές για να γίνει πιο ρεαλιστική και να ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανησυχίες των πολιτών, αποδεικνύοντας ότι παρέχει σαφή οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

Η ενεργειακή μετάβαση θα πάρει χρόνο

Η ενεργειακή μετάβαση δεν προχωρεί τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε η Πράσινη Συμφωνία και άλλοι.

Καθώς οι παγκόσμιες οικονομίες συνεχίζουν να αναπτύσσονται, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας συνεχίζει να αυξάνεται σε γοργό ρυθμό. Αλλά ακόμη και όταν η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) αυξάνεται ραγδαία, δεν παρέχουν ασφαλή, αδιάκοπτη και αξιόπιστη ενέργεια. Η διακοπτόμενη παραγωγή τους πρέπει να εξισορροπήται με σταθερή παροχή ενέργειας.

Διαθέσιμες πηγές σταθερής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως η πυρηνική, έχουν τις δικές τους προκλήσεις και δεν είναι στην απαιτούμενη κλίμακα, και το πράσινο υδρογόνο έχει πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να γίνει οικονομικά προσιτό. Επίσης, η αποθήκευση ενέργειας εξακολουθεί να είναι πολύ περιορισμένη -σε διάρκεια ωρών. Ο κόσμος εξακολουθεί να βασίζεται στο φυσικό αέριο για σταθερή ενέργεια, με δυνατότητα άμεσης αποστολής και στην απαιτούμενη κλίμακα. Η εναλλακτική επιλογή είναι ο άνθρακας.

Σε μια έκθεση σχετικά με το «Fueling a Transition Away from Fossil: The Outlook for Global Fossil Fuel Demand», που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο, ο Όμιλος Rhodium κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ελλείψει πρόσθετης πολιτικής ή τεχνολογικής καινοτομίας, τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να παρέχουν σημαντικό μερίδιο της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας έως το 2050. Αναμένει ότι η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας θα αυξηθεί κατά 16%-54% μέχρι το 2050 με τα ορυκτά καύσιμα να παρέχουν το 33%-44%, σε σύγκριση με 67% σήμερα.

Η ζήτηση άνθρακα και πετρελαίου θα μειωθεί, αλλά η ζήτηση φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί έως και 50% μέχρι το 2050 (Σχήμα 2).

Σχήμα 2: Παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών καυσίμων έως το 2050, ανά καύσιμο


Ο Όμιλος Rhodium καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα, καλύπτοντας παράλληλα την αύξηση στην συνολική ζήτηση ενέργειας, θα είναι μια σημαντική πρόκληση, που απαιτεί τον εντοπισμό και την επένδυση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών και χαμηλού κόστους». Αυτές δεν υπάρχουν ακόμη.

Χωρίς μια σταδιακή αλλαγή στην πολιτική και χωρίς ανάλογη τεχνολογική πρόοδο, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξισορρόπηση των διακοπτόμενων ΑΠΕ και στην κάλυψη της αναμενόμενης αύξησης της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης –που θα προκληθεί εν μέρει από τη μαζική ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης (AI) και των data-centres.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ανώτερα στελέχη εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου, με επικεφαλής τον διευθύνοντα σύμβουλο της Saudi Aramco, Amin Nasser, επιδίωξαν στο CERAWeek στο Χιούστον τον Μάρτιο να μετριάσουν τις προσδοκίες ότι «ένα χρονοδιάγραμμα για ένα μέλλον χωρίς άνθρακα θα εξελιχθεί γρήγορα». Είπε: «Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη φαντασίωση της σταδιακής κατάργησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και, αντ' αυτού, να επενδύσουμε σε αυτά αντανακλώντας επαρκώς ρεαλιστικές προβλέψεις ζήτησης».

Εστίαση στην υλοποίηση

Η επόμενη ΕΚ θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι συμφωνηθέντες πράσινοι νόμοι θα εφαρμοστούν πλήρως και ότι «θα εφαρμοστούν [και θα επιβληθούν] σωστά στις χώρες της ΕΕ. Χωρίς αυτό, οι συμφωνημένοι στόχοι της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια κινδυνεύουν απλώς να χαθούν». Ωστόσο, θα αντιμετωπίσει προκλήσεις όπου αυτοί οι νόμοι έχουν οικονομικό αντίκτυπο και επηρεάζουν τις ζωές ανθρώπων. Η δημόσια αποδοχή τους είναι το κλειδί και είναι απαραίτητη.

Σε πρόσφατη έκθεση, η IFRI (Institut Français des Relations Internationales) είπε ότι η Πράσινη Συμφωνία πρέπει να προσαρμοστεί. «Οι ανεπαρκείς παγκόσμιες προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές και μια παγκόσμια οικονομική και τεχνολογική αντιπαράθεση…και οι εμπορικές στρεβλώσεις, καθώς και ο πολλαπλασιασμός γεωπολιτικών απειλών, αλλάζουν βαθιά το παιχνίδι και απαιτούν στρατηγική επανεξέταση και αναπροσαρμογές». Η IFRI προειδοποίησε ότι οι προοπτικές είναι ανησυχητικές, συνιστώντας ότι η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά από νέες πραγματικότητες, συμπεριλαμβανομένων των προκλήσεων για την ανταγωνιστικότητά της και τη συρρίκνωση του βιομηχανικού κλάδου.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι ήδη πραγματικότητα όσον αφορά τα πρότυπα και τους κανόνες, ακόμη και αν είναι λιγότερο φιλόδοξη από ό,τι είχε αρχικά προγραμματιστεί. Επιπλέον, η επιδείνωση των κλιματικών φαινομένων θα διατηρήσει την εστίαση στην κλιματική αλλαγή.

Ένα ερώτημα που τέθηκε είναι εάν η Ευρώπη θα είναι «πρόθυμη να πληρώσει το κόστος –τόσο οικονομικό όσο και πολιτικό– για να προχωρήσει στην επόμενη φάση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές με ταχύτητα και σύμφωνα με το μοντέλο που έχει ορίσει στην Πράσινη Συμφωνία.» Πιθανότατα όχι. Πιο πιθανό επακόλουθο είναι η επιβράδυνση, χαμηλότερη φιλοδοξία στην πράσινη πολιτική και ασθενέστερη εφαρμογή μέτρων.

Αυτή η αλλαγή κατεύθυνσης συμβαίνει ήδη, με τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο να πρωτοστατούν με ανανεωμένες δεσμεύσεις για φυσικό αέριο. Η Γερμανία έχει ήδη επαναφέρει τις εισαγωγές φυσικού αερίου της στα επίπεδα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, αντικαθιστώντας τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου με άλλες. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι η πολυσυζητημένη αποβιομηχάνιση της Γερμανίας είναι υπερεκτιμημένη και, με τις τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου να έχουν αντιστραφεί σε μεγάλο βαθμό, η ανταγωνιστικότητά της αναμένεται να αποκατασταθεί στα επίπεδα πριν την κρίση.

Οι χαμηλές τιμές φυσικού αερίου, που τώρα έχουν πέσει στα επίπεδα πριν από την κρίση και είναι εδώ για να μείνουν μακροπρόθεσμα, αυξάνουν τη ζήτηση. Τον Ιανουάριο του 2024, τα κράτη μέλη της ΕΕ αύξησαν την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 8,8% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023. Το ποσοστό ήταν το υψηλότερο τα τελευταία δύο χρόνια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) αναμένει ότι η ζήτηση φυσικού αερίου θα αυξηθεί κατά 2,5% το 2024. Με τέτοιες εξελίξεις δεν είναι υπερεκτιμημένο να συμπεράνει κανείς ότι: «Πράσινη Συμφωνία φεύγει – φυσικό αέριο επανέρχεται».

*Senior Fellow Global Energy Center, Atlantic Council