Την περασμένη εβδομάδα, οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυξήθηκαν σημαντικά, αντανακλώντας την ανησυχία της αγοράς για την ασφάλεια του εφοδιασμού. Οι τιμές του πετρελαίου, αντίθετα, έχουν παραμείνει μέχρι στιγμής σταθερές (με το Brent, το global benchmark, να κινείται στη ζώνη των $66 με $68 το βαρέλι), κυρίως λόγω της τελευταίας απόφασης του OPEC+ να αυξήσει ελαφρώς την παραγωγή. Αυτή η απόκλιση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα του σημερινού ενεργειακού περιβάλλοντος: ο γεωπολιτικός κίνδυνος ωθεί τις τιμές προς τα πάνω, ενώ η δυναμική των παραγωγών ασκεί ταυτόχρονα καθοδική πίεση. Ωστόσο, η ανησυχητική ηρεμία θα μπορούσε να αποδειχθεί φευγαλέα εάν οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις κλιμακωθούν περαιτέρω.
Στο επίκεντρο των τρεχουσών ανησυχιών της Ευρώπης βρίσκονται οι αυξανόμενες εντάσεις στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η εισβολή ρωσικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών σε πολωνικό έδαφος αντιπροσωπεύουν κάτι περισσότερο από μια απλή στρατιωτική πρόκληση. Πλήττουν άμεσα την αξιοπιστία του πλαισίου συλλογικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Η Πολωνία, ανησυχώντας βαθιά για τις επανειλημμένες παραβιάσεις του εναέριου χώρου της, ζήτησε επίσημα έκτακτη συνεδρίαση των Ηνωμένων Εθνών για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Οι αγορές φοβούνται ότι αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά μέρος μιας ευρύτερης ρωσικής στρατηγικής που έχει σχεδιαστεί για να δοκιμάσει την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ.
Η προοπτική εμπλοκής του ΝΑΤΟ σε άμεσες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ρωσίας - ένα ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί - θα άλλαζε ριζικά το γεωπολιτικό τοπίο. Οι ενεργειακοί traders, ειδικότερα, ανησυχούν για τις πιθανές συνέπειες μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής σύγκρουσης. Εάν η Πολωνία και οι σύμμαχοί της εισέλθουν σε άμεσες εχθροπραξίες με τη Ρωσία, ο κίνδυνος περαιτέρω κυρώσεων, διαταραχών στον εφοδιασμό και αντιποίνων από τη Μόσχα θα κλιμακωθεί απότομα. Η Ευρώπη έχει ήδη αντιμετωπίσει διαδοχικούς χειμώνες ενεργειακής ανασφάλειας μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ένας ακόμη γύρος συγκρούσεων θα αύξανε τους κινδύνους απότομων αυξήσεων των τιμών και αστάθειας του εφοδιασμού.
Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή έχουν προσθέσει ένα εξίσου ανησυχητικό επίπεδο αβεβαιότητας. Η απόφαση του Ισραήλ να στοχεύσει με αεροπορική επιδρομή την ανώτερη ηγεσία της Χαμάς στο Κατάρ σηματοδοτεί μια σημαντική επέκταση της στρατιωτικής του εκστρατείας πέρα από τα παραδοσιακά θέατρα. Χωρίς να υπολογίζει τις διπλωματικές αντιδράσεις, η ισραηλινή ηγεσία έχει ορκιστεί να συνεχίσει να χτυπά τους αντιπάλους της όπου κι αν βρίσκονται. Αυτή η κλιμάκωση αυξάνει την πιθανότητα αντιποίνων και περαιτέρω αιματοχυσίας σε όλη την περιοχή.
Ο κύκλος της βίας ήδη διευρύνεται. Την περασμένη Τετάρτη, ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές έπληξαν στρατιωτικούς στόχους στην Υεμένη, χτυπώντας θέσεις των ανταρτών Χούθι που υποστηρίζονται από το Ιράν. Αυτές οι εξελίξεις συνδέουν άμεσα τη σύγκρουση στη Γάζα με άλλα σημεία ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, δημιουργώντας ένα πλέγμα αστάθειας που θα μπορούσε να επεκταθεί στις θαλάσσιες και ενεργειακές αλυσίδες εφοδιασμού. Οι Χούθι, τα τελευταία δυόμιση χρόνια, με την υποστήριξη του Ιράν, έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να στοχεύουν θαλάσσιες οδούς στην Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν. Οποιαδήποτε παρατεταμένη εκστρατεία σε αυτά τα ύδατα θα έθετε σε κίνδυνο μια ζωτική αρτηρία για τις παγκόσμιες μεταφορές πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Για την Ευρώπη - και ιδιαίτερα για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη - η σύγκλιση αυτών των κρίσεων είναι βαθιά ανησυχητική. Η ενεργειακή τηςασφάλεια, που είναι ήδη εύθραυστη μετά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, βρίσκεται για άλλη μια φορά υπό πίεση. Εάν οι τιμές του φυσικού αερίου συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την ήπειρο θα αντιμετωπίσουν νέες πιέσεις. Οι υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν κάτι περισσότερο από δοκιμασία για την αγορά. Επηρεάζουν τις οικονομίες των κρατών, διαβρώνοντας την ανταγωνιστικότητα, πνίγοντας την ανάπτυξη και επιδεινώνοντας τις πιέσεις για το κόστος ζωής στα νοικοκυριά. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου τα εισοδήματα παραμένουν χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ και η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί μια επαναλαμβανόμενη πρόκληση, θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε μία τέτοια περίπτωση. Για την Ελλάδα, η οποία εισάγει το 75% της ενέργειας που καταναλώνει (δηλ. πετρέλαιο και φυσικό αέριο), οι αρνητικές συνέπειες θα είναι περισσότερο αισθητές.
Ωστόσο, εν μέσω αυτών των κινδύνων, υπάρχουν και κάποιες παράμετροι που παρέχουν ένα βαθμό ασφάλειας. Η αυξανόμενη εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταβάλλει τη στρατηγική εξίσωση. Μετά τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου μεταξύ Ουάσινγκτον και Βρυξελλών, οι διατλαντικοί ενεργειακοί δεσμοί έχουν εμβαθύνει σημαντικά. Η σταθερή ροή φορτίων LNG από τερματικούς σταθμούς των ΗΠΑ προς ευρωπαϊκά λιμάνια όχι μόνο προωθεί την απεξάρτηση από τη Ρωσία, αλλά ενσωματώνει επίσης την Ευρώπη στην ευρύτερη ομπρέλα ασφαλείας της Αμερικής. Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αυτή η σύνδεση προσφέρει κάποια ανακούφιση, ακόμη και αν δεν μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως την αστάθεια των διεθνών αγορών.
Πάντως, η εξάρτηση από το εισαγόμενο LNG δεν είναι χωρίς μειονεκτήματα. Οι τιμές παραμένουν ευαίσθητες στις μεταβολές της παγκόσμιας ζήτησης, ιδίως στον ανταγωνισμό με τις Ασιατικές αγορές. Επιπλέον, οι υποδομές της Ευρώπης για την επαναεριοποίηση LNG και την εσωτερική μεταφορά φυσικού αερίου, ενώ επεκτείνονται, είναι άνισα ανεπτυγμένες σε ολόκληρη την ήπειρο. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη υστερεί σε σχέση με τη βορειοδυτική Ευρώπη όσον αφορά την ικανότητα διαχείρισης της προμήθειας σε LNG, γεγονός που την καθιστά πιο εκτεθειμένη σε σημεία συμφόρησης εφοδιασμού. Αυτή η ανισορροπία θα μπορούσε να μεταφραστεί σε απότομες αυξήσεις τιμών στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπηςσε περίπτωση που οι εντάσεις κλιμακωθούν περαιτέρω.
Κοιτώντας προς το μέλλον, οι προοπτικές για τις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας είναι στην καλύτερη περίπτωση αβέβαιες. Πολλά εξαρτώνται από το αν τα σημεία ανάφλεξης στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή θα ενταθούν ή θα σταθεροποιηθούν. Μια αποκλιμάκωση σε οποιοδήποτε θέατρο θα μπορούσε να ηρεμήσει τις αγορές και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Αλλά αν οι συγκρούσεις κλιμακωθούν ταυτόχρονα, η Ευρώπη θα βρεθεί μπροστά στον κίνδυνο άλλης μιας ταραχώδους περιόδου, με υψηλότερες τιμές, αυξημένη αστάθεια και αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η επιτακτική ανάγκη είναι σαφής: ενίσχυση της ενεργειακής ανθεκτικότητας. Αυτό σημαίνει επιτάχυνση των επενδύσεων σε περιφερειακές διασυνδέσεις, υποδομές LNG και διαφοροποιημένες πηγές εφοδιασμού. Απαιτεί επίσης από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ασχοληθούν με τις γεωπολιτικές πραγματικότητες - η ενεργειακή ασφάλεια δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη στρατιωτική ασφάλεια και η περιφερειακή σταθερότητα είναι εξίσου κρίσιμη με τους αγωγούς και τους τερματικούς σταθμούς για την εξασφάλιση ποσοτήτων ενέργειας σε προσιτές τιμές.
Το μάθημα των τελευταίων ετών είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αντέξει τον εφησυχασμό. Οι αγορές ενέργειας διαμορφώνονται τόσο από την πολιτική και τις συγκρούσεις όσο και από τα θεμελιώδη των αγορών, δηλαδή της προσφοράς και της ζήτησης. Με τα ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Πολωνία και τις ισραηλινές επιθέσεις να αντηχούν σε όλη τη Μέση Ανατολή, η ευθραυστότητα της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης είναι και πάλι περισσότερο από ορατή. Προς το παρόν, το άγχος αντικατοπτρίζεται στις αυξανόμενες τιμές του φυσικού αερίου και όχι στις ανεξέλεγκτες τιμές. Αλλά η κατάσταση παραμένει επισφαλής και, εάν οι εντάσεις δεν υποχωρήσουν, οι αγορές ενδέχεται σύντομα να βρεθούν αντιμέτωπες με πολύ πιο σοβαρούς κλυδωνισμούς.