Αδήριτη η Ανάγκη Μιας Απλής Αναπτυξιακής Πολιτικής

Αδήριτη η Ανάγκη Μιας Απλής Αναπτυξιακής Πολιτικής
του Κώστα Σ. Μητρόπουλου*
Πεμ, 22 Φεβρουαρίου 2024 - 15:27

Η Ελλάδα βρίσκεται στην 52η θέση της παγκόσμιας κατάταξης ανταγωνιστικότητας του IMD και μετά μια περίοδο ανόδου μέχρι το 2020 (46η) άρχισε πάλι να χάνει θέσεις. Ο λόγος είναι απλός. Δεν επενδύουμε όσο χρειάζεται για να συντηρούμε και να επαυξάνουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οι εξαγωγές αγαθών, σκληρό μέτρο ανταγωνιστικότητας, ήταν το 2022 μόνο το 20% του ΑΕΠ, απέναντι στο 32% της Γερμανίας

Οι επιταγές της τρόικας για άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων στις επενδύσεις, απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων και ιδιωτικοποιήσεις υλοποιήθηκαν σε κάποιο βαθμό από το 2012 έως το 2019. Αλλά δεν έφεραν τον κατακλυσμό επενδύσεων που επαγγέλλονταν, οι οποίες από το 11,5% του ΑΕΠ το 2012 έφτασαν στο 14% το 2022, απέναντι όμως στο σταθερό περίπου 22% της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Οι ΑΞΕ ήταν 3,2% του ΑΕΠ το 2022, αλλά ένα ελάχιστο υποσύνολο αφορούσε φυσικές επενδύσεις εκτός της αγοράς ακινήτων. Ο πληθυσμός της χώρας γερνά συνεχώς, η απορρόφηση τεχνολογίας παραμένει χαμηλή και η αγορά δεξιοτήτων είναι διάτρητη.

Η συστηματική ανάπτυξη απαιτεί συνεχείς επενδύσεις σε φυσικό κεφάλαιο και γνώση. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, η περιορισμένη εσωτερική αγορά και η «βρεφική» αγορά θεσμικών κεφαλαίων δεν επιτρέπουν στη χώρα να αγγίξει το κρίσιμο μέγεθος παραγωγής που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας. Για να το αποκτήσει, χρειάζεται να διαμορφώσει σκληρές κλαδικές προσεγγίσεις που μοχλεύουν στο μέγιστο τις σημερινές δυνατότητές της και να κινητοποιήσει κεφάλαια.

Η νέα αναπτυξιακή πολιτική έχει πέντε άξονες. Πρώτον, διεύρυνση της παραγωγής υποσυστημάτων για κρίσιμους για την Ε.Ε. κλάδους (π.χ., αυτοκινητοβιομηχανία, μπαταρίες, ηλεκτρικά είδη, τηλεπικοινωνίες, ανανεώσιμη ενέργεια) στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού on-shoring. Δεύτερον, καθετοποίηση προς την τελική αγορά των ισχυρά εξαγωγικών κλάδων της αγροδιατροφής, των φαρμάκων και των μετάλλων. Τρίτον, στήριξη της ενεργειακής μετάβασης, με τοπική παραγωγή στοιχείων ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών και μπαταριών, αξιοποιώντας δυναμικό που υπάρχει, όπως τα ναυπηγεία. Τέταρτον, εξορθολογισμός και αξιοποίηση της αργούσας αμυντικής βιομηχανίας, που έχει μπροστά της χρόνια υψηλής ζήτησης. Η ΕΑΒ, τα ΕΑΣ, η ΕΛΒΟ, τα ναυπηγεία και το εργοστάσιο ανακατασκευής αρμάτων μάχης στο Βελεστίνο μπορούν να ενταχθούν σε ευρωπαϊκά clusters αμυντικής βιομηχανίας και να εμβαθύνουν τις παραγωγικές δυνατότητές τους. Πέμπτον, χρηματοδότηση νέων τεχνολογιών, αρκετά πέρα από το στάδιο των startups, οι οποίες να συνδέονται ισχυρά με τις τέσσερις προηγούμενες διαστάσεις.

Κυρίαρχος στόχος της πολιτικής αυτής είναι η αύξηση της γηγενούς προστιθέμενης αξίας. Προφανώς η εφαρμογή της θα στηριχθεί σε άμεσες εθνικές και ευρωπαϊκές ενισχύσεις, σε «μαλακά» δάνεια, σε αλλαγές στην αγορά ενέργειας για τη μείωση του δομικά υψηλού ενεργειακού κόστους, στην προσφορά κατάλληλων δεξιοτήτων, στη μείωση του χρόνου αδειοδοτήσεων οιασδήποτε μορφής και στην ενίσχυση των διασυνδέσεων με την Ευρώπη. Καθυστερήσεις στην υλοποίησή της θα θέσουν την Ελλάδα εκτός του οικονομικού γίγνεσθαι των ανεπτυγμένων χωρών για πάντα, περιορίζοντας την οικονομική της δύναμη στον μεταβλητό τουρισμό και καθιστώντας την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μετά το 2032 πολύ δύσκολη.

*Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)