Μπορεί τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου να ήταν 6,4% υψηλότερα τον Ιούνιο σε σχέση με τον Μάιο, αγγίζοντας 13,6 δισεκατομμύρια δολάρια, χάρη στην ανοδική πορεία των τιμών του καυσίμου κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Μέση Ανατολή, όμως οι πραγματικές ροές ήταν σαφώς μειωμένες. Πιο συγκεκριμένα, ο ΙΕΑ υπολογίζει ότι τον Ιούνιο οι εξαγωγές του ρωσικού αργού έμειναν σταθερές στα 4,68 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα, ενώ των πετρελαιοειδών μειώθηκαν κατά 4,1% μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου, πέφτοντας στα 2,55 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Ο ΙΕΑ εκτιμά πως αυτό είναι το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας όταν ληφθεί υπόψη η περιορισμένη εποχιακή ζήτηση. Μάλιστα, όταν τα φετινά έσοδα για τον Ιούνιο συγκριθούν με τα περσινά, τότε καταγράφεται κι εδώ μείωση 14%. Η πτωτική τάση αποτέλεσε συνέχεια των αποτελεσμάτων του Μαΐου.
Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί πως αυτές οι εκτιμήσεις βασίζονται σε έμμεσα στοιχεία, όπως τις κινήσεις των τάνκερς, τους στόχους του OPEC+, και τις μεταφορές από και προς τα διυλιστήρια. Αν εντέλει επαληθευτούν οι γενικές προβλέψεις του ΙΕΑ, τότε η ρωσική παραγωγή πετρελαίου και η βιομηχανία πετρελαιοειδών ευρύτερα μπορεί να δεχθεί έντονες πιέσεις. Οι εξαγωγές πετρελαίου παραμένουν η μεγαλύτερη πηγή εσόδων για τη Ρωσία, στηρίζοντας την οικονομία της εδώ και πολλές δεκαετίες. Όμως, η υποτονική ζήτηση πετρελαίου για μία σειρά λόγων και η απόφαση του OPEC+ να αυξήσει σημαντικά την παραγωγή του ώστε να πλήξει τον αμερικανικό ανταγωνισμό έχουν επιφέρει πτώση των τιμών. Η ρωσική ποιότητα Urals έχει πέσει κάτω από τα 60 δολάρια/βαρέλι, κάτι που επιτρέπει και την πρόσβαση των δυτικών εμπόρων. Η παραγωγή στη Ρωσία βρισκόταν στα 9,19 εκατομμύρια βαρέλια/ημερησίως για τον Ιούνιο, 114.000 υψηλότερη από την αναλογία εντός του OPEC+ και 600.000 βαρέλια χαμηλότερη από τη μέγιστη παραγωγή σύμφωνα με τον ΙΕΑ.
Ως εκ τούτου, η Ρωσία φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στον ίδιο φαύλο κύκλο που σχεδίαζε με την έτερη ηγέτιδα του OPEC+, τη Σαουδική Αραβία, για την αμερικανική αγορά. Τα έσοδα από το πετρέλαιο είναι τόσο μειωμένα ώστε η παραγωγή δυσκολεύεται να καλύψει τα έξοδά της.