Η Μέση Ανατολή αποτελεί το επίκεντρο αυτών των συγκρούσεων, με το Ιράν να ενσαρκώνει ένα μοντέλο αυταρχικής θεοκρατίας, σε σύγκρουση με τις δημοκρατικές αξίες και τις στρατηγικές επιδιώξεις των δυτικών χωρών. Τα τελευταία 30 έτη το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε από 32 τρισ. δολάρια σε 110 τρισ. δολάρια. Μερικά αυταρχικά καθεστώτα απέκτησαν πλούτο από εξαγωγές πρώτων υλών ή εμπορικά πλεονάσματα, τα οποία αντί να τα διαθέσουν για την ευημερία των λαών τους, όπως έπραξε η πλειοψηφία των χωρών, τα δαπάνησαν σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς στερώντας πολύτιμους πόρους από τον λαό τους.
Μετά την επίθεση της Χαμάς, το Ισραήλ επανεξέτασε την ασφάλειά του υπό το πρίσμα της απειλής που συνιστούν ακόμη και μικρές τρομοκρατικές ομάδες. Από την ισραηλινή σκοπιά, το Ιράν δεν ήταν απλώς υποστηρικτής της Χαμάς, αλλά ο βασικός αρχιτέκτονάς της. Η καταστροφή της ιρανικής στρατιωτικής και πυρηνικής υποδομής αποτελούσε στρατηγική αναγκαιότητα, η οποία ταυτόχρονα διευκολύνει και τη γεωπολιτική χειραφέτηση των αραβικών κρατών που σιωπηρά επιθυμούν σύγκλιση με το Ισραήλ, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα.
Η στρατιωτική επίθεση κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ δεν ήταν απλώς μια πράξη γεωστρατηγικής αυτοάμυνας. Ηταν η εμπράγματη επιβεβαίωση ότι «η αμερικανική αποτροπή επέστρεψε». Η στρατιωτική απάντηση ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Οι δεσμοί του Ιράν με την Αλ Κάιντα και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις είχαν διαμορφώσει ένα τοξικό περιβάλλον όπου η πιθανότητα απόκτησης πυρηνικών όπλων από το καθεστώς της Τεχεράνης δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Το Ιράν, έχοντας επενδύσει περίπου 200 δισ. δολάρια στο πυρηνικό του πρόγραμμα και πάνω από 300 δισ. δολάρια στη χρηματοδότηση πληρεξούσιων τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, Χούθι, Συρία κ.λπ., είχε καταστεί κεντρικός αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στην παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον, οι διεθνείς κυρώσεις τού έχουν στερήσει πάνω από 600 δισ. δολάρια. Ενώ στην αρχή του 21ου αιώνα το Ιράν είχε το μεγαλύτερο ΑΕΠ στην περιοχή, σήμερα η Σαουδική Αραβία έχει 2,5 φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ.
Η αμερικανική στρατηγική δεν στοχεύει μόνο στην αποτροπή μιας εν δυνάμει πυρηνικής επίθεσης από το Ιράν, αλλά και στη διατήρηση της προόδου που επιτεύχθηκε με τις συμφωνίες του Αβραάμ και κυρίως τον Ινδικό «Δρόμο του Μεταξιού» (IMEC) που θα λειτουργεί ως ανταγωνιστικός των κινεζικών «Δρόμων του Μεταξιού». Η σταθερότητα στην περιοχή είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της προσέγγισης μεταξύ Ισραήλ και αραβικών χωρών και την ανάπτυξη των οικονομιών τους. Το Ιράν αποτελούσε τη βασική τροχοπέδη στην εξομάλυνση αυτών των σχέσεων. Η αποδυνάμωσή του, λοιπόν, απομακρύνει έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες γεωπολιτικής αβεβαιότητας και θα οδηγήσει σε οικονομική ευημερία όλων των χωρών της περιοχής και ειδικά του Ιράν.
Η στοχευμένη εξόντωση ανώτερων στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης έχει δημιουργήσει την πιθανότητα ανάδυσης μιας νέας ηγεσίας από τον συμβατικό ιρανικό στρατό. Αυτό το ενδεχόμενο ενδέχεται να οδηγήσει σε μια προσωρινή στρατιωτική κυβέρνηση και στη σταδιακή αποδυνάμωση του θεοκρατικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Ζητούμενο μιας νέας πολιτικής στο Ιράν θα είναι να εξασφαλιστεί ότι οι μελλοντικές κρατικές δαπάνες δεν θα διοχετευθούν στην ανάκτηση του πυρηνικού προγράμματος αλλά στην οικονομική ευημερία.
Η νέα κατάσταση μεταβάλλει δραστικά τις περιφερειακές ισορροπίες. Η απελευθέρωση των αραβικών κρατών από την πίεση του Ιράν τα διευκολύνει να κινηθούν προς πιο ανοιχτές οικονομικές σχέσεις με το Ισραήλ. Η τροχιά απομόνωσης του Ιράν αποδυναμώνει τους μηχανισμούς των πληρεξουσίων του και επανακαθορίζει την αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής. Το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα αποκτούν μεγαλύτερη ευχέρεια στον στρατηγικό σχεδιασμό τους.
Η σύγκρουση με το Ιράν και η επαναφορά της αμερικανικής αποτροπής σηματοδοτούν το τέλος μιας περιόδου ανοχής απέναντι σε τυχόν άλλες χώρες που αναπτύσσουν αποσταθεροποιητικούς μηχανισμούς. Η πράξη στρατιωτικής επίθεσης, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μπορεί να αποτελέσει μέσο στρατηγικής απεμπλοκής από πολύχρονες συγκρούσεις. Οι δυτικές δημοκρατίες οφείλουν να αναγνωρίσουν τον πολιτισμικό και γεωπολιτικό ανταγωνισμό ως υπαρξιακό ζήτημα του 21ου αιώνα, καθώς και άλλες αυταρχικές χώρες όπως Ρωσία, Κίνα, Τουρκία προσπαθούν να υπονομεύσουν τις δυτικές οικονομίες ασκώντας πολιτική επιρροή με υβριδικό τρόπο. Ειδικά η Τουρκία αναπτύσσει ένα δίκτυο πληρεξουσίων (Λιβύη, Σομαλία, Αλβανία κ.λπ.) κατά τα πρότυπα του Ιράν. Επιπλέον αυτές οι χώρες, στρέφοντας κεφάλαια σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, πιθανόν να μην έχουν επαρκή κεφάλαια για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και να μην καρπωθούν οι κοινωνίες τους τα οφέλη της.
*Ο κ. Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονομολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.
(από την εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής»)
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.