Η Μόνη Δυνατότητα Πραγματικής Ανάκαμψης της Οικονομίας

Η Μόνη Δυνατότητα Πραγματικής Ανάκαμψης της Οικονομίας
του Αντώνη Αγγελόπουλου*
Δευ, 15 Ιανουαρίου 2024 - 14:33

Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συσκέπτεται και προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα, ποιά οικονομική δραστηριότητα είναι εκείνη που συνεισφέρει περισσότερο στην ανάπτυξη της χώρας, στην βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, στην ανάπτυξη της ποιοτικής απασχόλησης, στην ενίσχυση των εισοδημάτων και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων ταυτόχρονα. Μια τέτοια δραστηριότητα είναι επόμενο ότι κάθε κυβέρνηση θα έπρεπε να την ενισχύσει είτε άμεσα (όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες της ΕΕ) είτε έμμεσα.

Το οικονομικό επιτελείο, προς μεγάλη του ανακούφιση, δεν θα χρειστεί να ξοδέψει πολλές ώρες σκληρής εργασίας διότι η απάντηση είναι εύκολη και τεκμηριωμένη με στοιχεία της Eurostat και άλλων έγκυρων οργανισμών. Η μεταποίηση, δηλαδή η βιομηχανία, είναι αυτή η δραστηριότητα που επιτυγχάνει όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα. Μια πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (Δεκέμβριος 2023) ήρθε να αναδείξει όλες τις θετικές επιδράσεις της μεταποίησης στην Ελληνική οικονομία, επιδράσεις που μόνο η μεταποίηση από τη φύση της μπορεί να έχει. Η μελέτη όμως επισημαίνει και τους κινδύνους που απειλούν τη βιομηχανία, κινδύνους που κανονικά θα έπρεπε η κρατική πολιτική να επιχειρεί να εξουδετερώσει.

  • Η μεταποίηση έχει μεγάλη εξωστρέφεια: Οι εξαγωγές της μεταποίησης ως προς το ΑΕΠ της χώρας αυξάνονται διαρκώς και φτάνουν το 14,1% το 2022. Αν και βελτιώνεται το ποσοστό,

παραμένει συστηματικά χαμηλότερο σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

  • Η προστιθέμενη αξία που παράγει η μεταποίηση αυξάνεται συνεχώς από το 2015 και μετά: Το 2022 η προστιθέμενη αξία που παράγει η ελληνική μεταποίηση έφτασε τα Euro 18,8 δισ. επιστρέφοντας έτσι στα επίπεδα του 2010. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 9,1% του ελληνικού ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό, αν το δει κανείς σε συνδυασμό με το ποσοστό των εξαγωγών, αποκαλύπτει ότι η ελληνική μεταποίηση δημιουργεί λιγότερη προστιθέμενη αξία απ’ ότι η μέση Ευρωπαϊκή που βρίσκεται στο 15,1%. Πάντως, ακόμη και έτσι η παραγωγικότητα εργασίας είναι υψηλότερη στη μεταποίηση απ’ότι σε οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, ενώ στη μεταποίηση η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο ήταν 29,6 χιλ. (στοιχεία 2020) στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα ήταν μόλις 18,7 χιλ. Αυτή η απόκλιση παρατηρείται και στην ΕΕ συνολικά.

  • Οι λόγοι που εξηγούν την απόκλιση της παραγωγικότητας στη χώρα μας από τη μέση ευρωπαϊκή είναι κατά βάσιν δύο: πρώτον, στην ΕΕ οι επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, που είναι καλύτερα οργανωμένες, είναι περισσότερες σε σχέση με την Ελλάδα και, δεύτερον, οι επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό ως ποσοστό της προστιθέμενης αξίας είναι παγίως υψηλότερες στην Ευρώπη απ’ ότι στην Ελλάδα.

Βέβαια αυτό το ποσοστό αφορά την μεταποίηση εν γένει και υποκρύπτει σημαντικές κλαδικές αποκλίσεις όσον αφορά τις επενδύσεις που γίνονται στη μεταποίηση. Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι οι κλάδοι που κατεξοχήν επενδύουν είναι ο κλάδος βασικών μετάλλων (τριπλασιασμός των επενδύσεων από το 2017 στο 2021), ο κλάδος φαρμακευτικών προϊόντων (διπλασιασμός των επενδύσεων από το 2017 στο 2021) και ο κλάδος προϊόντων διύλισης πετρελαίου (επίσης διπλασιασμός των επενδύσεων από το 2017 στο 2021).

Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει ένας κλάδος μεταποίησης όπου η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα υπερβαίνει αυτήν της ΕΕ27: αυτός είναι ο κλάδος των βασικών μετάλλων, όπου στην Ελλάδα παράγουμε προστιθέμενη αξία 65,8 χιλ. ευρώ/άτομο έναντι 62,9 χιλ. ευρώ στην ΕΕ27. Σε όλους τους άλλους κλάδους υστερούμε, ακόμα και εκεί που επενδύουμε επαρκώς.

  • Η μεταποίηση δημιουργεί πολύ υψηλότερα εισοδήματα από τον υπόλοιπο επιχειρηματικό τομέα στην Ελλάδα: το 2022 η δαπάνη ανά εργαζόμενο στην εγχώρια μεταποίηση ήταν 21,9 χιλ. ευρώ ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα ήταν μόλις 16,2 χιλ. ευρώ. Παρατηρούμε ότι η διαφορά αυτή είναι ανάλογη της διαφοράς σε παραγωγικότητα εργασίας μεταξύ της μεταποίησης και της λοιπής οικονομικής δραστηριότητας.

Μια σημαντική παρατήρηση που κάνει η μελέτη του ΙΟΒΕ είναι ότι η ελληνική μεταποίηση είναι ενεργοβόρα, πολύ πιο ενεργοβόρα από την ευρωπαϊκή. Ο λόγος γι’ αυτό είναι πώς οι κλάδοι που είναι ανεπτυγμένοι στην Ελλάδα είναι ενεργοβόροι από τη φύση τους: η υψηλότερη δαπάνη ενεργειακών προϊόντων (σε απόλυτα μεγέθη) προέρχεται από τους κλάδους βασικών μετάλλων και τροφίμων, που είναι και οι κλάδοι με την υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Σε σχετικά μεγέθη, ο πιο ενεργοβόρος κλάδος είναι τα προϊόντα διύλισης πετρελαίου, που επίσης παράγει σημαντική προστιθέμενη αξία.

Είναι συνεπώς προφανές ότι η πιο αποτελεσματική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει το κράτος στη μεταποίηση είναι η συγκράτηση του κόστους ενέργειας. Ειδικά στις παρούσες συνθήκες, που η Ευρωπαϊκή Ενωση εκπονεί ρυθμίσεις εν κρυπτώ στο χώρο της ενέργειας από τον τρόπο υλοποίησης των οποίων εξαρτάται η επιβίωση ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων, είναι εντελώς αναγκαία η αρωγή της Ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες ώστε οι ρυθμίσεις αυτές, αν δεν είναι ευνοϊκές, τουλάχιστον να μην είναι βλαπτικές για την ελληνική μεταποίηση. Αναφέρομαι σε όλο εκείνο το ρυθμιστικό πλαίσιο που έρχεται προς θεσμοθέτηση υπό τον τίτλο της «πράσινης μετάβασης». Το θέμα είναι πολύ μεγάλο, θα το θίξουμε σε επόμενο σημείωμα. Από τα όσα εξετέθησαν είναι φανερό ότι η ελληνική μεταποίηση, ακόμα και με τις αδυναμίες που ιστορικά παρουσιάζει, είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας και δημιουργεί απασχόληση και εισοδήματα υψηλότερα από κάθε άλλη δραστηριότητα.

(*Ανώτερο Διευθυντικό Στέλεχος μεγάλου Ελληνικού Ομίλου Επιχειρήσεων)