Η Τελική Διακήρυξις του Ριάντ επικεντρώθηκε στην καταδίκη της ισραηλινής επιθέσεως στην Γάζα, ζητώντας την αποκατάσταση της ειρηνευτικής διαδικασίας με βάση τα σύνορα του 1967, το άνοιγμα της συνοριακής διελεύσεως της Ράφα και την είσοδο βοήθειας στην Λωρίδα της Γάζας. Επι πλέον, ζήτησε να σταματήσουν οι εξαγωγές όπλων στο Ισραήλ και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να ερευνήσει τα «ισραηλινά εγκλήματα πολέμου». Αν και στην διακήρυξη εκφράστηκε η ενότητα του Αραβικού - Ισλαμικού κόσμου για την στήριξη των Παλαιστινίων και την καταδίκη του Ισραήλ , δεν προτάθηκαν συγκεκριμένες λύσεις , ούτε και υπήρξε πρόβλεψις για την λήψη μέτρων εναντίον του Τελ Αβίβ. Άλλωστε ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεπεραστούν μέσα σε λίγες ώρες οι μείζονες διαφορές στην πολιτική που ακολουθούν τα αραβικά κράτη, καθώς η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος δεν επιθυμούν να ρίξουν τις γέφυρες με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Κατά την διάρκεια των προετοιμασιών της Συνόδου Κορυφής, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και οι χώρες του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένου του Κατάρ, απέρριψαν πρόταση που υπέβαλαν το Ιράκ, ο Λίβανος, η Τυνησία, η Συρία και η Αλγερία για διακοπή των οικονομικών σχέσεων με το Ισραήλ. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν αρνήθηκαν επίσης να αναφερθούν στο δικαίωμα στην αντίσταση, μια εισήγηση που προτάθηκε από την Τυνησία, το Ιράκ και τη Συρία.
Παρά ωστόσο τις σημαντικές διαφορές των συμμετεχόντων, η κοινή Σύνοδος του Αραβικού Συνδέσμου και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική για πολλούς λόγους. Ήταν η πρώτη επίσκεψις του Ιρανού Προέδρου Ιμπραχίμ Ραϊσί στην Σαουδική Αραβία, ενώ κάθισαν στο ίδιο τραπέζι για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία ο Σύρος Πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσσαντ, ο Αιγύπτιος ομόλογός του Αμπντέλ Φατάχ ελ-Σισί, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Πρίγκηψ της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Παράλληλα ήταν μια πρώτη προσπάθεια συνεννοήσεως των αντίπαλων στρατοπέδων του ισλαμικού κόσμου, των σιιτών και των σουνιτών , απέναντι στο Ισραήλ και τους δυτικούς συμμάχους του.
Οι τελευταίες εξελίξεις -αν και δεν έχουν τύχει την ανάλογης δημοσιότητος- είναι εξαιρετικά ανησυχητικές. Διότι δείχνουν έναν κόσμο που ρέπει προς τον βίαιο διαχωρισμό Δύσεως και Ανατολής με ότι αυτό συνεπάγεται. Στο πλαίσιο αυτό, δηλώσεις σαν αυτές του γ.γ του ΝΑΤΟ Γιένς Στόλτενμπεργκ με αφορμή την τουρκική στάση ότι «δεν επηρεάζει με κάποιο τρόπο ό,τι κάνουμε ή δεν κάνουμε, γιατί δεν έχουμε κάποιο ρόλο στη συγκεκριμένη σύγκρουση (σ.σ στην Μέση Ανατολή)» είναι τουλάχιστον επικίνδυνες. Και καταδεικνύουν ότι κάποιοι αρνούνται να κατανοήσουν την νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνεται, εγκλωβισμένοι στην εγωκεντρική και κοντόφθαλμη ρητορική τους ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ενδυνάμωσε το ΝΑΤΟ. Και αν πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι μια ήττα του Κιέβου θα ήταν και ήττα της Δύσεως, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα σήμαινε για τον δυτικό κόσμο μια επίσης καταστροφική ήττα του Ισραήλ με την συνακόλουθη ενδυνάμωση των ακραίων ισλαμιστικών δυνάμεων.