Τα Θαλάσσια Πλαστικά Μπορεί να είναι Φορέας Εξάπλωσης Ανθεκτικών στα Αντιβιοτικά Βακτηρίων

Τα Θαλάσσια Πλαστικά Μπορεί να είναι Φορέας Εξάπλωσης Ανθεκτικών στα Αντιβιοτικά Βακτηρίων
energia.gr
Παρ, 29 Σεπτεμβρίου 2023 - 10:26

Τα θαλάσσια πλαστικά απόβλητα μπορεί να λειτουργούν ως φορέας εξάπλωσης της μικροβιακής αντοχής (AMR) από παθογόνα βακτήρια, είτε στα οστρακοειδή είτε απευθείας στους ανθρώπους που κάνουν μπάνιο στη θάλασσα ή συμμετέχουν σε άλλες δραστηριότητες αναψυχής. "Τα βακτήρια που περιέχονται στα λύματα και τα απόβλητα που απορρίπτονται από τα νοικοκυριά, τα νοσοκομεία και τα εργοστάσια θα σχηματίσουν βιοφίλμ

στις πλαστικές επιφάνειες στη θάλασσα", εξηγεί η Gunhild Hageskal, η οποία είναι ανώτερη ερευνήτρια στο SINTEF. "Τα βακτήρια αυτά μπορεί να έχουν ήδη ανθεκτικές ιδιότητες, αλλά σε κάθε περίπτωση, τα βακτηριακά βιοφίλμ είναι γνωστό ότι λειτουργούν ως εκκολαπτήρια για την αντιμικροβιακή αντοχή. Ο λόγος για αυτό είναι ότι τα βακτήρια ανταλλάσσουν εύκολα τα λεγόμενα κινητά γενετικά στοιχεία όταν συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς σε μία μόνο θέση", λέει η ίδια.

Μπορεί επίσης να υπάρχουν αντιμικροβιακά και άλλα χημικά υπολείμματα που περιέχονται στα λύματα, ενώ ορισμένες χημικές ουσίες στα ίδια τα πλαστικά μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη βακτηριακής αντοχής.

Οι ερευνητές του SINTEF θα διερευνήσουν την έκταση αυτού του προβλήματος στο πλαίσιο ενός έργου με την ονομασία PlastiSpread, το οποίο αποτελεί κοινή συνεργασία μεταξύ του SINTEF, του NTNU και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην Ελλάδα.

Το νορβηγικό μέρος της μελέτης θα διεξαχθεί στο Τρόντχαϊμ σε στενή συνεργασία με τον δήμο του Τρόντχαϊμ και τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων στο Høvringen και στο Ladehammeren. Προκειμένου να δοθεί μια παγκόσμια προοπτική σε αυτό το θέμα, μια παρόμοια μελέτη θα διεξαχθεί στην Ελλάδα, όπου χρησιμοποιείται η διπλάσια ποσότητα αντιβιοτικών σε σχέση με τη Νορβηγία.

Το έργο PlastiSpread έχει προϋπολογισμό 12 εκατ. νορβηγικές κορόνες και διεξάγεται από τον φετινό Ιούλιο έως και τον Ιούλιο του 2027. Χρηματοδοτείται από το Συμβούλιο Έρευνας της Νορβηγίας και συντονίζεται από το NTNU, με εταίρο του έργου το SINTEF.