Πώς επιχειρείται να ξεπεραστεί η εξαίρεσις των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό των ελλειμμάτων

Mία συμμαχία των χωρών του νότου με τη συμμετοχή των Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας που θα εξασφαλίσει την εξαιρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό των ελλειμμάτων των κρατών μελών, θα λαμβάνει υπόψη την σημερινή δημοσιονομική πραγματικότητα  και θα προσφέρει την δυνατότητα για μια σχετική ευελιξία ως προς τη χρήση των δαπανών επιδιώκει η ελληνική κυβέρνησις ενόψει της συνεδριάσεως του Eurogroup την προσεχή εβδομάδα.

Στην συνάντηση που είχε ο Ελληνας πρωθυπουργός με την Ιταλίδα ομόλογο του ετέθησαν οι βάσεις για την κοινή επιδίωξη ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι σχετικές συζητήσεις έχουν γίνει και με τις άλλες δύο χώρες ώστε να υπάρξει μία κοινή γραμμή κατά την επανέναρξη των συζητήσεων και καθώς η διαπραγμάτευσις εισέρχεται στην τελική ευθεία με στόχο να υπάρξει συμφωνία περί τα τέλη του έτους. Οι νέοι κανόνες πρόκειται να αντικαταστήσουν το υπάρχον Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο είχε ανασταλεί το 2020 εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, της προκλήσεωςτης μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ πρόκειται να εφαρμοστεί ξανά το 2024.Η Αθήνα συντάσσεται με τις χώρες του Νότου, που επιθυμουν  πιο χαλαρούς δημοσιονομικούς και ελεγκτικούς κανόνες και την «εγκατάλειψη»  ενιαίων και άκαμπτων στόχων για χρέος και έλλειμμα,με τον  παράγοντα Γερμανία και των  «δορυφόροι» της  να έχουν διαφορετική γνώμη.Ωστόσο αναλυτές εκτιμούν ότι ο κίνδυνος υφέσεως της Ευρωζώνης ενδεχομένως επηρεάσει την στάση των Γερμανών και εμφανιστούν με πιο μετριοπαθείς θέσεις κατά την τελική φάση της διαπραγματεύσεως.

 Oι χώρες του νότου ζητούν επιπλέον   ευελιξία δαπανών για τον πράσινο και για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, που να μην προσμετρούνται στη δημοσιονομική θέση τους,   ειδική διαχείριση των δαπανών για την άμυνα και για πολιτικές όπως το προσφυγικό. Ταυτοχρόνως ζητείται  κάποια ειδική παρέμβασις  για την ενεργειακή μετάβαση και για την κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα, που προκαλούν σημαντικές ανάγκες για την παροχή στηρίξεως.

Η Ελλάς θεωρεί πρωταρχικής σημασίας την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους κανόνες καθώς η χώρα μας ευρίσκεται στην κορυφή των αμυντικών δαπανών, ξεπερνώντας ακόμη και τις ΗΠΑ.Είναι ενδεικτικό ότι  οι δαπάνες της χώρας μας για τη θωράκιση της άμυνας, ανήλθαν το 2021 στο 3,8% του ΑΕΠ, σχεδόν διπλάσιες απ’ ότι προβλέπει ο στόχος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας για τα μέλη του (2%).

Συμφώνως προς πηγές της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδος υπάρχει ένα παράθυρο που προκύπτει από ένα σχέδιο που επεξεργάζονται  οι Βρυξέλλες όπως εχει αποκαλύψει το πρακτορείο Bloomberg το οποίο προβλέπει  ότι όσες χώρες επενδύουν στην αύξηση της παραγωγής πυρομαχικών, θα λαμβάνουν πρόσθετο χρόνο για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους.Οι στρατιωτικές δαπάνες, συμπεριλαμβανόμενων εκείνων που προορίζονται για την παραγωγή πυρομαχικών, θα θεωρηθεί ότι υποστηρίζουν έναν από τους βασικούς στρατηγικούς στόχους της Ε.Ε. και θα παρατείνουν τον χρόνο που έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις για την δημοσιονομική προσαρμογή έως και στα επτά χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι θα  μπορουσε να  χρησιμοποιήσει η χώρα την εθνική αμυντική  βιομηχανία για να γεμίσουν τα οπλοστάσιο των κρατών-μελών, κάτι που αποτελεί προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ όσο και για το ΝΑΤΟ.Σε αυτή τη βάση είναι εφικτή η ενεργοποίησις   των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων προκειμένου να αναλάβουν αυτό το ρόλο,ήτοι  την αναπλήρωση μέρους των πυρομαχικών που έχουν σχεδόν εξαντληθεί από την αμυντική συνδρομή που παρέχεται σήμερα στην Ουκρανία.  Με δεδομένο ότι ο κρατικός προυπολογισμός θα επιβαρύνεται με  642 εκατ. ευρώ κατά μέσον όρο  από το 2022 έως και το 2029, λόγω της  αποκτήσεως των νέων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού τύπου «FDI HN», των μαχητικών Rafale και των τορπιλών και των άλλων οπλισμών που προμηθεύεται η Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη η εξαίρεσις των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους.

Το ταβάνι στις δαπάνες

Από το 2024, πάντως, η χώρα  θα πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2%  καθώς παύει να ισχύει η ρήτρα διαφυγής. Επιπλέον, μπαίνει στο παιχνίδι των δημοσιονομικών πολιτικών άλλος ένας σκληρός κανόνας, καθώς τα κράτη θα πρέπει να ακολουθούν μια κλειδωμένη πορεία δαπανών.Θα υπάρχει, δηλαδή, από του χρόνου ένα ταβάνι δαπανών που θα προκύπτει για κάθε χώρα από την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους.Συμφώνως προς τις  συστάσεις της Κομισιόν για την Ελλάδα, οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες δεν θα πρέπει να αυξηθούν περισσότερο από 2,6% το επόμενο έτος συγκριτικώς προς τις φετινές δαπάνες και καθώς οι ελληνικές καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονται σε περίπου 100 δισ. ευρώ το 2023, η αύξησις τους αποτιμάται σε περίπου 2,5-2,6 δισ. ευρώ, κάτι που εάν παραμείνει ως έχει, περιορίζει αντικειμενικά τις κινήσεις της κυβερνήσεως . Η πίεσις  θα  είναι μεγαλύτερη για την Ελλάδα σε κάποιες χρονιές στις οποίες η ανάπτυξις  θα υποχωρήσει λίγο πάνω από το 1%, όπως αναμένεται από το 2026. Τότε, η Αθήνα θα αναγκαστεί να ανακατανείμει τις επιμέρους δαπάνες, ώστε να μην παρουσιάσει υπερβάσεις στο ανώτατο όριο που θα έχει συμφωνηθεί με την Επιτροπή και υποστεί τις κυρώσεις.Συνεπώς, αν δεν υπάρξει προσαρμογή της προτάσεως  της Κομισιόν, η Ελλάς αν πηγαίνει καλύτερα από ό,τι έχει συμφωνηθεί, θα διαθέτει τα υπερ-πλεονάσματα της απευθείας για την μείωση του χρέους της, ενώ αν πηγαίνει λιγότερο καλά από ότι αναμένονταν , θα πρέπει να συμπιέζει τις δαπάνες της.

Οι Γερμανοί και το Εcofin

Aπέναντι στις επιδιώξεις του Νότου ευρίσκονται οι Γερμανοί αλλά και το Ecofin που έχει κρούσει το «καμπανάκι κινδύνου» για την Ελλάδα και την Ιταλία υποστηρίζοντας ότι αντιμετωπίζουν υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.     

 Οι  Γερμανοί θεωρούν ότι οι κανόνες που προτείνει η Κομισιόν είναι υπερβολικά χαλαροί. Θα ήθελαν δηλαδή να ενσωματωθεί στην τελική πρόταση η απαίτησις για σταθερή ετήσια υποχρέωση για μείωση του χρέους στα υπερχρεωμένα κράτη.  Tο Bερολίνο προτείνει όχι μία συμφωνία α λα καρτ με κάθε κράτος – μέλος  όπως επιδιώκει η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή αλλά έναν κανόνα ετήσιας μείωσης του χρέους, το πολύ κατά 1% του AEΠ, στο ποσοστό κατά το οποίο το χρέος υπερβαίνει το 60% του AEΠ, με ειδική ρήτρα μάλιστα για κράτη – μέλη τα οποία έχουν έλλειμμα πάνω από 3% του AEΠ (στην Eλλάδα μάλιστα τα τελευταία χρόνια και λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής και της επιστροφής σε πρωτογενή πλεονάσματα μαζί με τους τόκους, παραμένουμε μία χώρα με δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από 3% του AEΠ). Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν  Λίντνερ εχει δηλώσεις ότι η επικριτική του στάση απέναντι στις προτάσεις της Επιτροπής έχει την υποστήριξη άλλων χωρών της ΕΕ ενώ προειδοποίησε ότι η μεταρρύθμιση πρέπει τελικά να αντανακλά τη σημασία των σταθερών δημόσιων οικονομικών. “Δεν μπορώ να φανταστώ μια αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων που δεν θα λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις της Γερμανίας”, δήλωσε. 

Η Ελλάς, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία θεωρούν αντίθετα ότι το πλαίσιο έτσι όπως δημοσιοποιήθηκε δεν λαμβάνει υπόψιν την σημερινή δημοσιονομική πραγματικότητα που δημιούργησε η πανδημία του κορονοϊού.