Η τιμή του σιταριού σημείωσε άνοδο στις ασιατικές συναλλαγές την Δευτέρα μετά τα προειδοποιητικά πυρά του ρωσικού πολεμικού ναυτικού εναντίον τουρκικού φορτηγού πλοίου στη Μαύρη Θάλασσα για να το σταματήσει για έλεγχο. Το πλοίο μεταφοράς ξηρού φορτίου κατευθυνόταν προς το ουκρανικό λιμάνι Ιζμαήλ, όταν ρωσικό πλοίο άνοιξε πυρ, αφού οι χειριστές του 

πλοίου δεν ανταποκρίθηκαν σε αίτημα για έλεγχο, ανέφερε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Το πλοίο στη συνέχεια αφέθηκε να συνεχίσει το ταξίδι του. Όσο κι αν το περιστατικό αυτό δημιουργεί ανησυχία, δεν θα πρέπει να προκαλεί ουδεμία έκπληξη δεδομένου ότι η Ρωσία είχε προειδοποιήσει πως πλοία που κινούνται προς την Ουκρανία θα θεωρούνται «δυνητικά στρατιωτικά πλοία» και άρα στρατιωτικοί στόχοι μετά την αποχώρησή της από τη συμφωνία για τη μεταφορά σιτηρών επειδή δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματά της. Συνεπώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεμονωμένο περιστατικό. Αντιθέτως δείχνει τις ρωσικές προθέσεις για την έκβαση της διένεξης τους με την Ουκρανία αλλά και την Δύση εν γένει. Και σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις ο «πόλεμος των σιτηρών» μόλις άρχισε. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η Μόσχα άνοιξε πυρ λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της Ουκρανίας για την δημιουργία «ανθρωπιστικού διαδρόμου » χωρίς ωστόσο από ότι φαίνεται εκ του αποτελέσματος να υπήρξε κάποια συμφωνία με την Ρωσία. Γερμανός έμπορος σιτηρών δήλωσε ενδεικτικώς στο Reuters: «Ο κόσμος θέλει περισσότερες λεπτομέρειες για το ουκρανικό προσωρινό θαλάσσιο δίαυλο που ανακοινώθηκε καθώς δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός κι αν η Ρωσία δώσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις να μην επιτεθεί στα πλοία».

Είναι άλλωστε σαφές ότι οι ρωσικές επιθέσεις στη Μαύρη Θάλασσα έχουν ένα βασικό στόχο: να θέσουν εμπόδια στις προσπάθειες εξαγωγής ουκρανικών σιτηρών. Οι επιθέσεις με τη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στα λιμάνια του Δούναβη, Ρένι και Ιζμαήλ, καταστρέφοντας αποθήκες σιτηρών και άλλες εγκαταστάσεις ακολουθούν την απόσυρση της Ρωσίας από τη συμφωνία για τη Μαύρη Θάλασσα που επέτρεπε στην Ουκρανία να εξάγει τα σιτηρά της. Ο ρωσικός στρατός έχει πλήξει επανειλημμένα και την πόλη της Οδησσού, το σημαντικότερο ουκρανικό λιμάνι. Ο παγκόσμιος δείκτης τιμών των δημητριακών αυξήθηκε κατά 10% στα τέλη Ιουλίου μετά την αποχώρηση της Ρωσίας από την πρωτοβουλία για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας (BSGI), μπλοκάροντας μια διαδρομή που μετέφερε 32 εκατ. τόνους κατά τη διάρκεια ενός έτους, περισσότερο από το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών σιτηρών της Ουκρανίας. Ορισμένοι έμποροι πιστεύουν ότι οι τιμές θα αυξηθούν έως και 20% μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.

Όσον αφορά τις εναλλακτικές λύσεις, οι χερσαίες διαδρομές προς τα δυτικά είναι περίπλοκες και δαπανηρές. Η Ουκρανία κληρονόμησε σιδηροδρομικές γραμμές από τη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες είναι φαρδύτερες από τις περισσότερες στην Ευρώπη, οπότε τα εμπορεύματα πρέπει να μεταφέρονται μεταξύ των τρένων στα σύνορα. Υπό την πίεση των δικών τους αγροτών, πέντε γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορεύσει τις εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών. Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Κορόλιοφ, εμπορικό διευθυντή της Transferry, μιας εταιρείας αποθήκευσης με έδρα την Οδησσό, το επιπλέον κόστος εξαγωγής σιτηρών μέσω Γερμανίας ανέρχεται σε 150 ευρώ (130 λίρες) ανά τόνο. "Το λογιστικό κόστος είναι πολύ υψηλό, επομένως το εμπόριο αυτό είναι απολύτως ασύμφορο", δήλωσε χαρακτηριστικά. Η Ουκρανία πρότεινε να καταβληθεί το επιπλέον ποσό από κάποιο διεθνές ταμείο, αλλά δεν είναι σαφές από πού θα προέλθουν τα χρήματα.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μόνη ρεαλιστική επιλογή είναι να χρησιμοποιηθούν τα λιμάνια του Δούναβη στην Ουκρανία ή στη Ρουμανία όπου τα φορτία θα μπορούσαν να φορτωθούν σε φορτηγίδες και πλοία. Στη συνέχεια, τα πλοία θα περνούν από τα τρία πλωτά κανάλια του Δέλτα του Δούναβη ή από τους δύο κλάδους της διώρυγας Δούναβη-Εύξεινου Πόντου νοτιότερα, για να μεταφερθούν σε πολύ μεγαλύτερα ωκεάνια φορτηγά πλοία στο ρουμανικό λιμάνι Κωντστάντσα, που έχει βαθιά νερά και μπορεί να φιλοξενήσει φορτηγά πλοία 50.000 τόνων. Στην πράξη όμως η λύση αυτή ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι η διαδρομή του Δούναβη αποτελεί μια εφικτή λύση και προσπαθούν να την αποκόψουν. Οι επιθέσεις των μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Ρένι και το Ιζμαήλ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο κατέστρεψαν αποθήκες και τα σιτηρά που βρίσκονταν μέσα σε αυτά.

Σημαντικός είναι και ο αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη των πληρωμάτων των πλοίων, των πλοιοκτητών και των ασφαλιστών. Ασφαλιστικές πηγές ανέφεραν ότι η κάλυψη κινδύνου πολέμου για τα λιμάνια της Ουκρανίας που αποτελούσε μέρος της συμφωνίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας έχει ανασταλεί, καθώς ορισμένοι ασφαλιστικοί φορείς αναθεωρούν τις καλύψεις για τα λιμάνια του Δούναβη. Πηγές του ασφαλιστικού κλάδου ανέφεραν ότι υπήρξαν λίγα αιτήματα για την κάλυψη νέων ναυλώσεων για πλοία που επιθυμούν να παραλάβουν φορτία από τα λιμάνια του Δούναβη της Ουκρανίας. Οι οδικές και σιδηροδρομικές εξαγωγικές διαδρομές θα μπορούν να διαχειρίζονται μόνο έως και 2 εκατομμύρια τόνους προϊόντων το μήνα, είπε ο Ντένις Μάρτσουκ, αναπληρωτής επικεφαλής του Ουκρανικού Αγροτικού Συμβουλίου. Ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό για να καλύψει το εξαγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας. Η Ουκρανία αναμένει να μαζέψει 44 εκατομμύρια τόνους σιτηρών φέτος, χαμηλότερα από τη συγκομιδή ρεκόρ 86 εκατομμυρίων τόνων το 2021 πριν από την εισβολή.

Μείζον πρόβλημα δημιουργεί και η απόφαση της Ινδίας να απαγορεύσει τις εξαγωγές ρυζιού λόγω της απόσυρσης της Ρωσίας από την συμφωνία. Αυτό αναμένεται να ωθήσει σε παρόμοιες ενέργειες τους αντίπαλους προμηθευτές, για να αποφύγουν πιθανές εγχώριες ελλείψεις, καθώς προσπαθούν να καλύψουν το κενό των 10 εκατομμυρίων μετρικών τόνων που άφησε το Νέο Δελχί, δημιουργώντας μεγάλες ανησυχίες για τον ήδη υψηλό παγκόσμιο πληθωρισμό τροφίμων. Οι τελευταίοι περιορισμοί της Ινδίας είναι σχεδόν ανάλογοι με εκείνους που επέβαλε το 2007 και το 2008, λένε οι αναλυτές.
Τότε προκλήθηκε ένα φαινόμενο ντόμινο, καθώς πολλές άλλες χώρες αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις εξαγωγές για να προστατεύσουν την εγχώρια κατανάλωση.
Τώρα όμως τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα καθώς η Ινδία αντιπροσωπεύει πλέον περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου εμπορίου ρυζιού σε σύγκριση με το 22% περίπου πριν από 15 χρόνια, αυξάνοντας την πίεση σε χώρες που εξάγουν ρύζι, όπως η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, να ακολουθήσουν κι αυτές το παράδειγμά της.